Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2009

Βροχή και σήμερα

Κι έπεφτε γκρίζα και θλιμμένη μια βροχή… Κι ένας ουρανός μουρτζούφλης, χωρίς ήλιο, χωρίς φως, μόνο σύννεφα μαύρα, γκαστρωμένα λες από νερό, χωρίς αρχή και τέλος, μια μάζα συμπαγής που ήρθε κι έκατσε πάνω στους λόφους της πόλης, της Πόλης της επτάλοφης, σαν την κατάρα του Γαλάτη, μια μουντάδα, ένα πλάκωμα, μια θολούρα να μην βλέπεις το Σκούταρι απέναντι, μόνο τα φώτα της γέφυρας του Βοσπόρου αχνοφαίνονται στο θάμπος, απόκοσμα, σαν διαστημόπλοιο που αιωρείται μεταξύ Ανατολής και Δύσης κι οι προβολείς των αυτοκινήτων που καθρεφτίζονται στη βρεγμένη άσφαλτο και στραβώνουν τους πεζούς σαν τρέχουν να φυλαχτούν από τη βροχή, τη γκρίζα, τη θλιμμένη, την ατέλειωτη.

Δυο βδομάδες τώρα βρέχει. Μούλιασε η πόλη, η Πόλη η εφτάλοφη, σάπισαν τα πεσμένα πλατανοφυλλα, πότισε το χώμα, λάσπωσαν οι δρόμοι και τα καλντερίμια. Δυο βδομάδες αυτό το μούχρωμα, που είναι πρωί και μοιάζει σούρουπο, το πλατάγιασμα του νερού πάνω στα τζάμια, στις στέγες, στα πεζοδρόμια. Το μαρτύριο της σταγόνας. Έρχεται η νύχτα και δεν το καταλαβαίνεις πια –τόσο πολύ συνήθισες το μισοσκόταδο. Τον μισό εαυτό σου μόνο δεν μπορείς να συνηθίσεις. Το ένα κομμάτι εδώ και τ’ άλλο στην Αθήνα. Θα γυρίσεις ξανά. Κάτι άφησες πίσω. Κάτι ξέχασες. Την καρδιά σου, ίσως;

Τετάρτη 26 Αυγούστου 2009

Bonfire of the vanities

Απομεσήμερο στο κέντρο. Σε μια πόλη που ακόμα γλείφει τις πληγές της, σαστισμένη μετά τις πυρκαγιές. Ο αέρας μυρίζει κάρβουνο κι ο βοριάς φέρνει στάχτες από τις καμμένες πλαγιές της Πεντέλης. Μόνο τα τζιτζίκια δεν πτοούνται. Τερετίζουν εκκωφαντικά μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες, έχοντας χάσει κάθε αίσθηση χρόνου. Βραδάκια στη βεράντα, με θέα τον Στρέφη. Ποιος να μου το’ λεγε ότι στην καινούργια μου γειτονιά θα είχα περισσότερο πράσινο από τον Άγιο Στέφανο; Και σπιτικές μαργαρίτες. Ζήτημα να ‘χω βγει ένα βράδυ, από τότε που ήρθα. Ζήτημα επίσης να ‘χω μείνει μέσα ένα βράδυ, από τότε που ήρθα. Βγάζει νόημα αυτό; Για μένα, ναι.

Δεν με κρατάει το σπίτι. Αλλά δεν μου κάνει αίσθηση να βγω κιόλας. Νιώθω σαν τουρίστας στην πόλη που γεννήθηκα. Την πόλη που μεγάλωσα κι έλεγα ότι δεν θ’ άλλαζα ποτέ. Νιώθω ξένος στο σπίτι μου. Που δεν αισθάνθηκα ποτέ δικό μου, για να πω την αλήθεια. Μια προσωρινή στάση, ήταν. Δεν με φαντάζομαι να ζω εδώ. Ίσως γιατί ξέρω ότι θα ξαναφύγω. Σε δυο βδομάδες θα ξαναπάρω έναν απ’ όλους τους δρόμους που οδηγούν στην Πόλη. Και θα ξεπεζέψω εκεί. Για πόσο; Για όσο.

Μέχρι ν’ αρχίσουν πάλι να χοροπηδάνε τα κόκκινα γοβάκια μου. Σαν την Ντόροθι στον Μάγο του Οζ. Ταπ-ταπ-ταπ! Ώρα να φύγουμε, χτυπάνε με σήματα Μορς στη ντουλάπα. Δεν ξαπόστασες ακόμα; Σήκω να πάμε αλλού. Δεν σε κρατάει κανείς εδώ. Τίποτε εδώ. Αλλού είναι η μοίρα σου, μικρέ πρίγκιπα. Σ’ άλλη γη, σ’ άλλα μέρη. Πάρε το δισάκι σου στον ώμο και ξεκίνα, παράξενε ταξιδιώτη. Βάλε όνειρα κι ελπίδες στο ζεμπίλι, δέσε τις γωνιές και κρέμα το στο ραβδί σου. Κι άνοιξέ το χρόνια μετά, να δεις τι ήσουν και τι έγινες. Τι ήθελες και τι έκανες. Τι ονειρεύτηκες και τι ζεις.

Θα ‘χουν λιώσει άραγε τότε τα κόκκινα παπούτσια; Θα ‘χουν ξεθωριάσει, σίγουρα. Αλλά τα φθαρμένα τακούνια, μήπως θα ψιθυρίζουν ακόμα το μυστικό τους ξόρκι, ξεχασμένα σε κάποιο πατάρι; Follow the yellow brick road, little Dorothy. Little girl lost. Little boy lost. Little boy… Lost.

Σάββατο 22 Αυγούστου 2009

Απομεινάρια μιας μέρας

Σέρτικος καπνός και σαπούνι. Και κολώνια Old Spice. Λένε ότι απ’ όλες τις αισθήσεις, η όσφρηση συνδέεται πιο στενά με τη μνήμη. Πού βρέθηκε αυτή η μυρωδιά από το παρελθόν; Ξυπνάω απότομα, σαν από όνειρο και κοιτάζω δίπλα μου. Στη θέση που ήταν ακόμα κενή όταν ξεκινήσαμε, κάθεται κάποιος. Με κοντό γενάκι κι αθλητική εφημερίδα. Κι αυτή τη μυρωδιά απ’ το παρελθόν. Ξανακλείνω τα μάτια κι αφήνω τις οσμές να με ταξιδέψουν. Εικόνες από τα παλιά περνάνε πίσω από τα κλειστά μου βλέφαρα, σαν τα βιού μάστερ που είχαμε παιδιά.

Μακριά δάχτυλα, χέρια καλλιτέχνη, με λεκέδες νικοτίνης στα νύχια. Μικρό, περιποιημένο μουστάκι και καλοξυρισμένα μάγουλα. Γραβάτα και γιλέκο, με αλυσίδα για το ρολόι. Μαλλιά κάποτε μαύρα, τώρα πασπαλισμένα μ’ αλάτι. Και τα μάτια μου. Σε ένα άλλο πρόσωπο, γερασμένο, με βαθιές γραμμές στο μέτωπο και τα μάγουλα. Δεν είμαι εγώ -κι όμως είμαι. Όπως θα γίνω κάποτε. Είχα ξεχάσει το πρόσωπό σου, παππού. Και να που μου το θύμισε ένας ξένος, σ’ έναν ξένο τόπο. Που μυρίζει σαν εσένα. Καπνό, σαπούνι και Old Spice.

Το θυμάμαι ακόμα το μπουκάλι. Βαρύ, αλαβάστρινο, με το καραβάκι και τα καλλιγραφικά, κόκκινα γράμματα. Έμπαινα κρυφά στο μπάνιο κι έβαζα στα χέρια μου, το ξέρεις; Ήταν σαν ταλκ. Όπως σου έκλεβα τα τσιγάρα. Κι έκανα ότι καπνίζω. Σαν εσένα. Γέλαγα, όταν τσακωνόσουν με τη μαμά. Κι έπαιρνα πάντα το μέρος σου. Ήμουν ο μόνος που δεν τον ενοχλούσαν οι ιδιοτροπίες σου. Τα σεντόνια δεν ήταν ποτέ αρεκτά κολλαριστά, τα πουκάμισα δεν εφάρμοζαν καλά κι ο γιακάς έχασκε στον λαιμό. Πώς να δέσεις τη γραβάτα; Θυμάσαι που έβαζες ένα βουναλάκι αλάτι στο πιάτο και βούταγες τις μπουκιές σου, πριν τις φας; «Έχει αλάτι το φαΐ, πατέρα» έλεγε η μαμά. Εσύ έκανες πως δεν άκουγες. Σ’ αυτό σου ’μοιασε η αδελφή μου. Εγώ, σ’ όλα τ’ άλλα.

Αν δεν ήσουν εσύ, μπορεί και να την πίστευα όταν έλεγε ότι με πήραν από τους γύφτους. Και τον κόσμο, που αναρωτιόταν σε ποιον έμοιασε αυτό το παράξενο, αδύνατο παιδί με τα τσιγγάνικα χρώματα και τα σχιστά μάτια. Το αγρίμι, που δεν ήθελε αγκαλιές και φιλιά και τραβιόταν όταν πήγαιναν να του χαϊδέψουν τα μαλλιά. Τα ίσια, ασιατικά μαλλιά. Σαν τα δικά σου. Που παίδευαν τους μπαρμπέρηδες γιατί έπεφταν πάντα μες τα μάτια μου. Αλλά η μαμά δεν τους άφηνε να μου τα κόψουν κοντά. Σαν κρόσια είναι, έλεγε. Σαν μεταξένια κρόσια. Τα μισούσα τα μαλλιά μου, παιδί. Ήθελα να είχα τα κατανόξανθα, σγουρά μαλλιά του μπαμπά. Και τα πράσινα μάτια του.

Αλλά έμοιασα σε σένα, παππού. Φτυστός, που λένε. Σε όλα σου. Και στην εμφάνιση και τον χαρακτήρα. Μόνο το όνομά σου δεν πήρα. Και σου ‘μεινε η πίκρα, που δεν με βγάλανε Δημήτρη. Και μένα, η πίκρα που έφυγες τόσο νωρίς. Τόσο αναπάντεχα. Ήμουν, πόσο; Δεκατεσσάρων; Δεκαπέντε; Καλοκαίρι ήταν. Ιούλιος μήνας. Μπήκες να κάνεις εγχείρηση καταρράκτη. Και δεν ξαναβγήκες ποτέ. Η εγχείρηση πέτυχε, ο ασθενής πέθανε, που λένε. Ήρθαμε να σε δούμε, με τα γλυκά στο χέρι. Εγώ είχα βάλει κρυφά στην τσέπη τα τσιγάρα σου -κάπνιζαν ακόμα τότε στα νοσοκομεία. Κι εσύ είχες πεθάνει. Ξαφνικά, μες τη νύχτα. Με τους επιδέσμους ακόμα στο μάτι. Allah rahmet eylesin, που λένε εδώ. Ο Θεός να ρίχνει βροχή στο μνήμα σου.

Μπα σε καλό μου, σήμερα.

Δευτέρα 3 Αυγούστου 2009

Φινάλε

Η μια ζεστή, ηλιόλουστη μέρα διαδέχεται την άλλη. Ίδιες. Απαράλλακτες μέσα στη χαύνωσή τους. Και τη φωνή του μουεζίνη, να μετράει τις ώρες. Με τα ίδια λόγια, τον ίδιο ολολυγμό, που τις νύχτες σε ξυπνάει απ’ τα ιδρωμένα όνειρά σου. Η πόλη ασθμαίνει στον Αυγουστιάτικο καύσωνα και στο αποπνικτικό μου δωμάτιο, οι τοίχοι μοιάζουν κάθε μέρα και πιο ροζ. Σήμερα, ας πούμε, έχουν το χρώμα του σολωμού.

Τα πιτσιρίκια στην αυλή σταμάτησαν το παιχνίδι. Παραδόθηκαν κι αυτά στη ζέστη. Όπως κι εγώ. Σταμάτησα πια να σκουπίζω τον ιδρώτα που τρέχει στο μέτωπο, στο στήθος, στην πλάτη μου. Γεύομαι την αλμυρή του γεύση κι ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα για να διώξω τις σταγόνες που μου μπαίνουν στα μάτια. Παραιτήθηκα. Το κάθε τι σ’ αυτή την πόλη με διώχνει μια ώρα αρχύτερα. Μετρώ τις μέρες μέχρι να φύγω.

Δεν θα κρατήσω πολλά από τη Σμύρνη. Ξένος ήρθα και σαν ξένος φεύγω. Προσπαθώ να βρω ίχνη της γοητείας που κάποτε πρέπει να είχε –μάταια. Προσπαθώ να δω την ομορφιά που μου λέγανε –μάταια. Τον κοσμοπολίτικο αέρα, το ευρωπαϊκό στιλ, τη ζωντάνια της τρίτης μεγαλύτερης πόλης της Τουρκίας… Μάταια. Δεν υπάρχει τίποτε. Τίποτε, πέρα από πολυκατοικίες που εξαπλώνονται σαν καρκινώματα σε κάθε λόφο, σε κάθε ακρογιαλιά, σε κάθε κόρφο που κάποτε μπορεί να ήταν γραφικός.

Τεράστια τσιμεντένια συγκροτήματα, ομοιόμορφα σαν κατάλοιπα του υπαρκτού σοσιαλισμού, ξεφυτρώνουν στα γύρω βουνά, ισορροπώντας επικίνδυνα στις πλαγιές. Το ελάχιστο πράσινο εξαντλείται στους καχεκτικούς φοίνικες των δρόμων και το κιτρινισμένο γρασίδι στις πελούζες του Κορντόν. Πιάνω τον εαυτό μου να κάθεται στην αποβάθρα του Κονάκ και να αγναντεύει τη θάλασσα. Ψάχνοντας τι; Την Ελλάδα; Μάταια και πάλι. Δεν φαίνεται από δω.

Τα χαμίνια του δρόμου βουτάνε στο λιμάνι για να δροσιστούν. Τα μαύρα τους μαλλιά αστράφτουν στην αντηλιά και το δέρμα τους γυαλίζει σαν μπακίρι, όπως σκαρφαλώνουν στα βράχια για να στεγνώσουν. Τα ζηλεύω. Ζηλεύω την ξενοιασιά τους. Την ανεμελιά και την αφέλειά τους. Ποιος άνθρωπος στα λογικά του, θα βούταγε σ’ αυτά τα νερά;

Νιώθω εξόριστος. Σαν φυλακισμένος που κοιτάει από τα κάγκελα του κελιού του την απεραντοσύνη του κόσμου. Χαζεύω τους γλάρους που ακολουθούν τα καραβάκια του Γκιουζέλ Γιαλί κι ασυναίσθητα τεντώνω το κορμί μου, σαν να θέλω να πετάξω κι εγώ. Να απλώσω τα φτερά μου και να φύγω. Και στο ’πα χαλασιά μου, στα ξένα να μην πας…
Και να μην πήγαινα, δηλαδή; Όλα για μένα, ξένα είναι. Παντού. Και πάντα. Εκτός από το σαράκι μου. Αυτό μου είναι γνώριμο. Το σαράκι που με τρώει μέρα-νύχτα, που δεν μ’ αφήνει να σταθώ πουθενά, να ξαποστάσω. Σαν τον οίστρο που έστειλε η Ήρα στην αγελάδα Ιώ να την παιδεύει, με τσιγκλάει συνέχεια, αλύπητα. Να φύγω, να αλλάξω, να κάνω κάτι άλλο, διαφορετικό, καινούργιο.

Σαν την Ιώ κι εγώ, διέσχισα τον Βόσπορο και βρέθηκα στην Ασία –να μιλάει άραγε ο μύθος για την εποίκιση της Ανατολής από Ελληνικά φύλα; Αλλά εμένα δεν με περίμενε ο Δίας, εδώ. Τον Ήφαιστο βρήκα και την πυρά των καμινιών του. Και το σαράκι μου ξύπνησε από τη χειμερία νάρκη του κι άρχισε πάλι να με ροκανίζει. Να φύγω, ν’ αλλάξω, να κάνω κάτι άλλο, διαφορετικό, καινούργιο.

Τρίτη 28 Ιουλίου 2009

Πράξη δεύτερη

Dramatis personae, partum II.
Μανώλης (Εμανουέλ τον λένε εδώ), περήφανος για την κρητική καταγωγή του και ανυπόμονος να μιλήσει τα Τούρκικα, όπως μιλάει τα Ελληνικά. Μικρός στην ηλικία και το δέμας, νευρικός, υπερκινητικός, αγχώδης. Ξεκινάει να πει κάτι και μπερδεύεται τόσο, που στο τέλος απογοητεύεται και δεν λέει τίποτε. Χειρονομεί επικίνδυνα για τη σωματική ακεραιότητα των γύρω του και κοκκινίζει σε βαθμό αποπληξίας όταν η Ιβάνα γελάει μαζί του.

Ιβάνα, η Σέρβα Μόνικα Μπελούτσι. Ψηλή, χυμώδης, εντυπωσιακή, το είδος της γυναίκας που η γιαγιά μου θα έλεγε «θεωρητική» και ο παππούς μου «νταρντάνα». Μελαχρινή, με μάτια κάρβουνα κι ένα προκλητικό-περιπαικτικό ύφος που κάνει τους άντρες να την κοιτάνε σαν λουκούμι του Χατζή Μπεκίρ. Κουνάει τα χέρια της σαν πουλιά όταν μιλάει και μοιάζει να χαμογελάει με κάποιο δικό της μυστικό, σαν τη γάτα του Τσέσιρ από την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων.

Μιλίτσα, το άλτερ έγκο της Ιβάνα και ταυτόχρονα ο αντίποδάς της. Μικροκαμωμένη και λεπτή, με μαλλιά τόσο ξανθά που σε βάζουν σε υποψίες και γατίσια μάτια. Όχι ακριβώς ωραία, αλλά… Πικάντικη. Τσαχπίνα. Έχει ακριβώς τόσα ψεγάδια, όσα χρειάζονται για να κάνουν το πρόσωπό της ενδιαφέρον. Φοράει πολύχρωμα φανελάκια το ένα πάνω στο άλλο, σαν διαφήμιση της Μπένετον και κοντές φουστίτσες. Στα διαλείμματα, με την Ιβάνα μου μαθαίνουν Σέρβικα κι ενθουσιάζονται με την προφορά μου. (Μήπως μαθαίνω λάθος γλώσσα;).

Μπογιάνα, η τελευταία από τις Τρεις Χάριτες του Βελιγραδίου. Μικρόσωμη, αν και πιο γεμάτη από τη Μιλίτσα, με μια λιονταρίσια χαίτη από σκούρα μαλλιά κι ελαφρώς γουρλωτά μάτια. Θα ήταν ωραία, αν είχε μικρότερη μύτη. Σοβαρή, μετρημένη, αποστασιοποιημένη από τις δύο συμπατριώτισσές της, ήρθε με υποτροφία και φαίνεται ότι σκοπεύει να την αξιοποιήσει. Μιλάει εξαιρετικά τούρκικα –τόσο που απορώ τι κάνει στην ίδια τάξη με μας τους υπόλοιπους.

Άλλη μια Όλγα, άλλη μια καλλονή από τη Λευκορωσία, με μακριά μαλλιά κι ατέλειωτα πόδια που σταυρώνει χαριτωμένα όταν κάθεται. Πιο γυναίκα από τη συνονόματή της, τονίζει με ρίμελ τα γαλάζια μάτια της και παίζει κοκέτικα με την ξανθιά αλογοουρά της. Αποτελεί την απόλυτη ενσάρκωση των αντρικών φαντασιώσεων, με βραχνή φωνή και σώμα πλασμένο για αμαρτίες. Όταν διαβάζει από το βιβλίο, χαϊδεύει αφηρημένα τον λαιμό της με τα ακροδάχτυλα και κάνει τον Μανώλη δίπλα μου να βαριανασαίνει.

Νάντια. Δεν είναι ακριβώς έτσι το όνομά της, αλλά έχει τόσα σύμφωνα που αυτή είναι η κοντινότερη φωνητική προσέγγιση. Σπουδάζει Αγγλική φιλολογία στο Μινσκ κι αντίθετα από τις συμπατριώτισσές της, έχει σκούρα χρώματα που προδίδουν Βογιάρικη ή Τατάρικη καταγωγή. Μιλάει με βαριά, ρώσικη προφορά, τραβώντας το τελευταίο φωνήεν της κάθε λέξης, σαν άπειρη ρεπόρτερ που βγαίνει για πρώτη φορά στην κάμερα. Ντύνεται με λουλουδάτα φορέματα και πουκάμισα με φουσκωτά μανικάκια, σαν τη Χάιντι.

Τέλος, ο Τζάρεντ ή κάπως έτσι. Πρόσφατη προσθήκη στο δυναμικό του τμήματος, είναι μάλλον μικροκαμωμένος για Νιγηριανός και μάλλον αναποφάσιστος για το μέλλον του. Θέλει να σπουδάσει ιατρική, αλλά το όνειρό του είναι να γίνει ή ποδοσφαιριστής ή ράπερ. (Τα μαθήματα επαγγελματικού προσανατολισμού στη Νιγηρία πρέπει να είναι χειρότερα κι από τα δικά μας). Το μόνο κοινό μας είναι ότι και οι δύο σκιτσάρουμε στο τετράδιο, όταν η Σέιντα χανίμ εξηγεί κάποιο δυσνόητο γραμματικό φαινόμενο: εκείνος ποδοσφαιριστές κι εγώ τη Μιλίτσα. Την Όλγα δεν τολμάω. Θα χρειαζόταν τουλάχιστον το ταλέντο ενός Λεονάρντο.

Κυρίες και κύριοι, παρακαλώ κλείστε τα κινητά σας. Η παράσταση αρχίζει.

Δευτέρα 27 Ιουλίου 2009

Πράξη πρώτη

Η πολυκατοικία μου είναι γωνιακή, με δυο εισόδους. Λέγεται Ful Αpartmani, γιατί εδώ όλα τα κτήρια έχουν όνομα. Οι δρόμοι πάλι, όχι. Είναι αριθμημένοι, χωρίς καμιά εμφανή λογική ή σειρά. Εγώ, ας πούμε, μένω γωνία 1420 και 1428. Για να το πεις αυτό σε ταξιτζή, πρέπει να έχεις κάνει τουλάχιστον δυο μήνες εντατικά.

Στους δρόμους του Μανχάταν, λέει, προτίμησαν να δίνουν αριθμούς για να διευκολύνουν τους μετανάστες, που δεν ήξεραν τη γλώσσα. Όσο και να πεις όμως, πιο εύκολα σου έρχεται το twenty second street, παρά το bin dört yüz yirmi sekiz sokağı. Και yirmi sokak γωνία.

Το διαμέρισμα είναι στο επίπεδο του δρόμου. «Υπερυψωμένο ισόγειο», που γράφουν και στις αγγελίες. Μεγάλο. Όλα τα διαμερίσματα εδώ, είναι μεγάλα. Οι Τούρκοι μένουν με τους δικούς τους, μέχρι να παντρευτούν. Ή να μεταναστεύσουν –ό,τι έρθει πρώτο. Τα σπίτια λοιπόν, έχουν τη λογική της μεγάλης οικογένειας. Το δωμάτιό μου είναι βαμμένο ροζ κουφετί. Τοζ πεμπέ, που λένε οι ντόπιοι. Χρώμα που θυμίζει Μπάρμπι, τσιχλόφουσκες και κοριτσίστικα όνειρα.

Μ’ αφήνει παγερά αδιάφορο, καθώς δεν είχα ποτέ μου Μπάρμπι, αντιπαθώ τις τσιχλόφουσκες και δεν υπήρξα ποτέ κορίτσι –αν και ως παιδί, οι γύρω μου κατέβαλλαν φιλότιμες προσπάθειες να με πείσουν για το αντίθετο. «Κοριτσάκι, έχεις ώρα;», με ρωτούσαν οι περαστικοί στον δρόμο. «Τι όμορφο κοριτσάκι! Δικό σας είναι;» έλεγαν στη μάνα μου. Θυμάμαι μια φορά που πήγαμε όλος ο θίασος μαζί στο κομμωτήριο για να κουρευτεί η αδελφή μου. «Γιατί δεν τα κόβεις κοντά, σαν το άλλο κοριτσάκι;» της πρότεινε η κομμώτρια. Εγώ ήμουν το άλλο κοριτσάκι. Έφτασα στο σημείο να ξυρίζομαι από την Πέμπτη Δημοτικού, γιατί κάποιος μου είπε ότι έτσι θα βγάλω γένια γρηγορότερα.

Μέσα σ’ αυτούς τους ροζ μπονμπόν τοίχους λοιπόν, μετακόμισα βαλίτσες, βιβλία και την γκρίζα μου διάθεση. Το παράθυρο βλέπει στον ακάλυπτο, που τα απογεύματα μετατρέπεται σε παιδότοπο για την πιτσιρικαρία του Φουλ Απαρτμανί Νο 9. Και βιλαέτι του μικρόσωμου, αεικίνητου Αλή. Του αρχηγού της συμμορίας. Παίζαν οι μικρότεροι, κλέφτες κι αστυνόμους κι ήταν αρχηγός η Αργυρώ… Η οποία υπήρξε στ’ αλήθεια. Δούλευε λουστράκι στην πλατεία Βικτωρίας και πέθανε από πείνα στην Κατοχή. Μόνο το στιχάκι έμεινε, σαν απόηχος μιας Αθήνας που λίγοι θυμούνται πια. Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος κι ο πατέρας μου, ίσως.

Το νέο μου σπίτι είναι ζεστό, φασαριόζικο, ψυχεδελικά πολύχρωμο, αλλά κεντρικό. Η συγκάτοικός μου νέα, πρόσφατα χωρισμένη, λίγο καταθλιπτική και πολύ έγκυος. Τις μισές μέρες μένει στους δικούς της, σ’ ένα χωριό έξω από το Κουσάντασι. Τις άλλες μισές, κοιμάται ως το μεσημέρι και τα βράδια μαζεύονται οι φίλες της να της κάνουν παρέα. Δεν βλεπόμαστε σχεδόν ποτέ. Πράγμα που με βολεύει αφάνταστα. Μόνο που δεν μπορώ να κυκλοφορώ στο σπίτι με τα σώβρακα.

Αρχίζω να μαθαίνω τα κατατόπια. Ευθεία μέχρι το νοσοκομείο, αριστερά στο κτήριο της TRT, όλο ίσια μέχρι την Ταλάτ Πασά και δεξιά στον πεζόδρομο της Κιμπρίς Σεχιτλερί. Των θυμάτων της Κύπρου. Όπου βρίσκεται το παράρτημα του πανεπιστημίου της Άγκυρας. Σύμπτωση; Ή τραγική ειρωνεία;

Η Κιμπρίς είναι μια μικρή Ερμού. Εμπορικά και φαγάδικα λογής-λογής στριμώχνονται σε οκτακόσια-τόσα μέτρα δρόμου. Δεξιά κι αριστερά (εκατέρωθεν θα έγραφα, αν ήμουν λόγιος ή ο φίλος μου ο Τζίμι) απλώνονται ακτινωτά καλντερίμια, στενά, σκιερά και γεμάτα μαγαζάκια για φαΐ, ποτό, καφέ, ναργιλέ ή τάβλι. Η τέλεια φοιτητική συνοικία. Το ιδανικό μέρος για χάζι.

Όλος ο κόσμος κάποια στιγμή περνάει από δω: βιαστικοί γιάπηδες με λάπτοπ, καλοντυμένες γυναίκες που παραπαίουν με τα τακούνια τους στο γλιστερό πλακόστρωτο, μαθητές που σκοτώνουν τις ώρες των διακοπών τους, νοικοκυρές με τσάντες από ψώνια, μουσουλμάνες τυλιγμένες σαν σαρμάδες μες τον καύσωνα, μαυριδεροί άντρες με φανταχτερά πουκάμισα που μπροστά τους, το σπίτι μου μοιάζει μουντό κι άχρωμο…

Και φυσικά, εμείς. Οι φοιτητές του τμήματος εκμάθησης τουρκικών για ξένους. Yabancı için dil eğitimin bölümü. Αν καταφέρεις να το πεις αυτό μονοκοπανιά, σε βάζουν κατευθείαν στους προχωρημένους. Εγώ κόμπιασα. Κι έμεινα στο Ορτά τεμέλ. Στο μεσαίο επίπεδο. Μαζί με τρεις Λευκορωσίδες, τρεις Σέρβες, μια Νορβηγίδα, την αναπόφευκτη Αμερικάνα, έναν ακόμα Έλληνα, έναν Ούγγρο κι έναν Νιγηριανό. Δώδεκα Απόστολοι, ο καθένας με τον πόνο του.

Dramatis personae. Κατά σειρά εμφανίσεως ή μάλλον, κατά σειρά θέσεως στο μεγάλο Π που σχηματίζουν τα θρανία γύρω από την έδρα. Αντάμ, ο Μαγιάρος διανοούμενος, με κοκκάλινα γυαλιά, σκουλαρίκι στο φρύδι, στενά, γελαστά ματάκια και πλατύ, παιδικό χαμόγελο. Βαρύ σώμα, ανάλαφρη διάθεση. Μιλάει τα τούρκικα αργά, διστακτικά, κιναισθητικά, με λίγες λέξεις και πολλές χειρονομίες.

Όλγα, η νύμφη του Δνείπερου ποταμού, βγαλμένη λες από πίνακα του Μποτιτσέλι. Αγγελικά όμορφη, με μια συστολή που διαψεύδει τα είκοσί της χρόνια και χαρακτηριστικά που παραπέμπουν σε φρούτα και λουλούδια. Μιλάει σιγανά, προσεκτικά, με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά στο πρόσωπο, κοιτώντας πάντα –και μόνο- την καθηγήτρια. Χαμογελάει σπάνια, μιλάει ακόμα σπανιότερα και δεν μοιάζει να έχει συναίσθηση της ομορφιάς της, πράγμα που την κάνει ακόμα πιο γοητευτική.

Μόνα, η Σκανδιναβή τουρίστρια που ερωτεύτηκε τη χώρα κι αποφάσισε να εγκαταλείψει την προβλέψιμη Νορβηγία και να εγκατασταθεί στην απρόβλεπτη Ανατολή. Ψηλή, αδύνατη, μάλλον άχαρη, με πρόωρα γκριζαρισμένα μαλλιά και λευκό δέρμα γεμάτο κοκκινίλες από τον ήλιο. Πάντα άβαφη, ατημέλητη, μιλάει μονότονα, ανέκφραστα, αλλά σωστότερα απ’ όλους. Θα ήταν τελείως αδιάφορη, αν δεν είχε αυτά τα υπέροχα, σχεδόν βιολετιά μάτια.

Μισέλ, η κλασική Αμερικανίδα, με το ωραίο πρόσωπο και το άσχημο σώμα. Ζει στη Σμύρνη εδώ κι ένα χρόνο, αλλά δεν έχει αποβάλλει ακόμα την ισοπεδωτική προφορά των μεσοδυτικών πολιτειών. Μιλάει άνετα, αλλά θες διερμηνέα να την καταλάβεις, γιατί νομίζεις ότι τα λέει στ' Αγγλικά. Κουβαλάει τα παραπανίσια κιλά της με την αδιαφορία γυναίκας που έχει αποδεχτεί τον εαυτό της –ή έχει παραιτηθεί από την προσπάθεια. Και τα τροφοδοτεί σε κάθε διάλειμμα με γεμιστά μπισκότα σοκολάτας.

Εγώ, ο περιπλανώμενος Έλληνας, που ήρθα στην Τουρκία για να ξεφύγω απ’ τον εαυτό μου κι ανακάλυψα ότι τον κουβάλησα μαζί μου, σαν λαθρεπιβάτη. Μεγαλύτερος σε ηλικία απ’ όλους, αλλά τόσο ετοιμόλογος, τόσο αυθόρμητος, τόσο… Τόσο ανώριμος, ίσως; Ο αιώνιος τυχοδιώκτης, ο άνθρωπος που πάντα έφευγε, χωρίς να φτάνει πουθενά. Ο Οδυσσέας του Καβάφη, που δεν βιάζεται να επιστρέψει στην Ιθάκη. Νεότερος από τα χρόνια μου, κάποτε ωραίος, τώρα βαρύτερος, γκριζαρισμένος, σκιά του ζεν πρεμιέ που υπήρξα άλλοτε. Αντίθετα από την Μισέλ, μιμούμαι εξαιρετικά την προφορά, αλλά δεν μπορώ να συντάξω σωστά ούτε μια παραγγελία στο εστιατόριο.

Διάλειμμα για διαφημίσεις. Η δεύτερη πράξη μετά το κουδούνι.

Τετάρτη 22 Ιουλίου 2009

Το στοιχειό του τόπου

Μικρό, παραδοσιακό μπαρμπέρικο, χωμένο κάπου στα στενά του Αλσαντζάκ. Της παλιάς ελληνικής συνοικίας. Μιας από τις πολλές. Ογδόντα τόσα χρόνια μετά και δεν κατάφερε ακόμα να γίνει αμιγώς τούρκικη. Θες οι μνήμες, θες τα διώροφα με τα ξύλινα καφασωτά, που αποδείχτηκαν πολυέξοδα για τους εποίκους, θες οι εκκλησιές που φυλάνε τις εισόδους των στενών, έρημες πια, αλλά βλοσυρές με τα ανήλιαγα παράθυρα και τα επιβλητικά καμπαναριά…

Ή τα φαντάσματα. Οι εφιάλτες. Οι σκουριές στις σιδεριές, που το σούρουπο θυμίζουν ξεραμένο αίμα. Ο αέρας που σφυρίζει μέσα απ’ τα σπασμένα τζάμια και θροΐζει τα πεσμένα φύλλα στις αμπαρωμένες αυλές. Κι ώρες-ώρες μοιάζει σαν θρήνος. Θρήνος γι’ αυτά που ήταν. Γι’ αυτά που έγιναν. Γι’ αυτά που δεν είναι πια. Οι μαχαλάδες θυμούνται ακόμα. Κάποια μέρη έχουν τη δική τους μνήμη.

Ο μουστερής, Έλληνας. Ο μπαρμπέρης, Τούρκος. Σμυρνιός μάλλον, αν κρίνεις από τα μάτια του. Ανάμεσά τους αιώνες έχθρας, πολέμων, σφαγών. Κι ένα ξυράφι. Γυαλιστερό, ακονισμένο, γυμνό. Σαν τον λαιμό του Έλληνα. Ιστορική ειρωνεία. Πριν έναν αιώνα περίπου, αυτή η σκηνή θα κατέληγε αλλιώς. Μέσα στα αίματα. Τώρα, το μοναδικό αίμα είναι η μια σταγόνα που έτρεξε από το σαγόνι μου στο ξύρισμα κι ο μπαρμπέρης βιάστηκε να τη σταματήσει με στύψη.

Έρχονται στιγμές που γελάω με τα παιχνίδια της φαντασίας μου. Κι άλλες πάλι, που τρομάζω. Σαν παιδί που τρέμει το σκοτάδι. Κι εδώ, το σκοτάδι με φοβίζει. Με κάνει να κοιτάω πίσω από τον ώμο μου, σαν να ακούω πατημασιές.

Ξέρω κάποιο στενό που δεν βλέπει ουρανό… Είναι ένα συγκεκριμένο στενό, εδώ στη Σμύρνη. Δεν διαφέρει πολύ απ’ τα άλλα. Το καλντερίμι του έχει δει καλύτερες μέρες και τα σπίτια του καλύτερες εποχές. Στη μια πλευρά, η μάντρα της εκκλησίας και στην άλλη μια σειρά αρχοντικά, ξασπρισμένα από τον ήλιο τόσων χρόνων, ρημαγμένα κι έρημα. Εικόνα παγωμένη στον χρόνο. Για κάποιο λόγο, τα βήματά μου με φέρνουν συνέχεια εδώ.

Όπου κι αν στρίψω, όπου κι αν θέλω να βγω, θα βρεθώ σ’ αυτό το μοναχικό δρομάκι. Η φασαρία της μεγαλούπολης λες και δεν φτάνει ως εδώ. Ο κόσμος λες και το αποφεύγει επίτηδες. Είναι πάντα ερημικό. Και ήσυχο. Αναπάντεχα, ανεξήγητα, ανατριχιαστικά ήσυχο. Οι ασπριδεροί τοίχοι, τα άδεια παράθυρα, οι ξεκούφωτες πόρτες κάνουν τα σπίτια να μοιάζουν με κρανία, στο φεγγαρόφωτο. Περπατάω στην άκρη, σύριζα με τη μάντρα. Ποτέ στη μέση. Λέω ότι το κάνω γιατί είναι επικίνδυνο να πλησιάζεις τα ετοιμόρροπα κτήρια, να, δεν βλέπεις που πέφτουν τα κεραμίδια; (Και γι’ αυτό κοιτάς αλαφιασμένος πίσω σου; Γι’ αυτό η καρδιά σου σταματάει με κάθε κρότο;).

Τι είναι αυτό; Ρίγη; Μες τον καύσωνα; Γιατί ανατρίχιασες, μου λες; Βιάσε το βήμα σου να φύγεις από δω. Κάτι κακό συνέβη εδώ πέρα. Πολύ κακό. Βουρκώνουν τα μάτια μου. Γιατί; Είναι τυπική αντίδραση φόβου αυτή; Κοντεύω να βάλω τα κλάματα –και δεν ξέρω καν γιατί. Κοιτάζω τα μαρμάρινα σκαλοπάτια κι ολόκληρα αποσπάσματα από τα Ματωμένα Χώματα έρχονται στο μυαλό μου. Ποιον να έσυραν άραγε εδώ; Ποιον βασάνισαν, ποιον έσφαξαν, ποια κοπέλα να βίασαν σ’ αυτές τις σκάλες; Το λούκι θα γέμισε αίματα. Το μάρμαρο ποτίζει απ’ το αίμα. (Το ξέρεις γιατί θυμάσαι τη σκάλα του σπιτιού σου, παιδί, τότε που έπεσες κι έσπασες τη μύτη σου. Το αίμα δεν ξέβαψε ποτέ. Έμεινε πάντα ένας λεκές, σαν σκουριά).

Τι ν’ απέγιναν άραγε οι νοικοκυραίοι; Να σώθηκαν κάποιοι; Να γλίτωσαν; Κι οι Τσέτες που τους σκότωσαν, τιμωρήθηκαν ποτέ; Μπα. Δεν θα στοίχειωνε το δρομάκι τότε. Θα είχαν βρει ανάπαυση οι ψυχές. Και τα σπίτια δεν θα ‘μοιαζαν με γυμνά κρανία στο φεγγαρόφωτο. Το καλντερίμι δεν θα αντηχούσε από αόρατα βήματα. Κι ο αέρας δεν θα σφύριζε στις ρημαγμένες στέγες…

Δευτέρα 20 Ιουλίου 2009

In memoriam


Λένε ότι κάθε αποχαιρετισμός είναι κι ένας μικρός θάνατος. Και κάθε καλωσόρισμα, μια νέα αρχή. Η αρχή μιας νέας ζωής. Μιας ζωής γεμάτης «αύριο». Αύριο γεμάτα ελπίδες. Ελπίδες και προοπτικές. Προοπτικές για νέα πράγματα, νέα μέρη και νέες γνωριμίες. Γνωριμίες που κάποτε θα γίνουν αποχαιρετισμοί. Και, με τη σειρά τους, μικροί θάνατοι.

Πόσους θανάτους μπορεί ν’ αντέξει ο άνθρωπος; Πόσο πένθος; Πόσες πικρές αναμνήσεις; Πόσα «χθες»; Να λοιπόν τι σημαίνει να μεγαλώνεις. Να μετράς τα χρόνια σου, αντί να ζεις τις μέρες σου. Και τα χρόνια να τα μετράς -όχι με αριθμούς. Αλλά με πληγές.

Χθες έκλεισαν δύο χρόνια. Δυο χρόνια χωρίς εσένα. Εσένα που μου ‘μαθες να αγαπάω. Που μου χάρισες το ωραιότερο καλοκαίρι της ζωής μου. Που μου’ δωσες πίσω τη χαρά μου. Για λίγο. Και την ξαναπήρες, πριν καν έρθει ο χειμώνας. Ένας χειμώνας που τα χιόνια του δεν έχουν λιώσει ακόμα στην καρδιά μου. Την καρδιά μου που έγινε κομμάτια –ξανά. Τι κι αν τα μάζεψα και συνέχισα; Κάτι λείπει. Κάτι -πάντα- λείπει. Κάθε φορά. Όσο προσεκτικά κι αν κολλήσεις τα θρύψαλα.

Οι παλιές αγάπες, μπορεί να πηγαίνουν στον Παράδεισο, αλλά παίρνουν και κάτι από σένα μαζί.

Και να ‘μαι τώρα με λειψή καρδιά. Ελαττωματικό προϊόν. Ούτε αυτό δεν έχω πια να προσφέρω ολόκληρο. Σε σκέφτομαι πολύ τελευταία. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως γιατί και τότε, εγώ ερχόμουν πάλι Τουρκία. Ίσως γιατί πριν φύγω, πήγα στο Πήλιο. Εκεί που περάσαμε τις πρώτες -και τελευταίες- διακοπές μας. Στην ίδια παραλία. Εκεί που φιλιόμασταν κάθε βράδυ ως το χάραμα, γιατί ο χρόνος μας τελείωνε. Ο χρόνος που μέτραγε αντίστροφα ο ξερός, αμείλικτος ήχος της άμμου στην κλεψύδρα. Κρακρακρακρακρακρακ…

Ή –ίσως- γιατί χθες ήταν 19 Ιουλίου. Η επέτειος ενός ακόμα μικρού θανάτου. Η επέτειός μας.

Κυριακή 19 Ιουλίου 2009

Izmir'i dinliyorum


Αεράκι. Ευλογημένο, Αιγαιοπελαγίτικο αεράκι. Δροσερές ανάσες τρυπώνουν μέσα από τα καλντερίμια που βγάζουν στην προκυμαία και σου χαϊδεύουν το μέτωπο. Στέκομαι ακίνητος με το κεφάλι στραμμένο στον ουρανό, τα μάτια κλειστά κι αφήνω την αύρα να μου στεγνώσει τον ιδρώτα. önce hafif bir rüsğar esiyor, yavaş yavaş sallanıyor yapraklar ağaçlarda. «Ένα ανεπαίσθητο αεράκι φυσάει κι αργοσαλεύει τα φύλλα στα δέντρα».

Ένα από τα ωραιότερα ποιήματα που έχω διαβάσει στα τουρκικά. Ένα από τα ωραιότερα, σε οποιαδήποτε γλώσσα. Γεμάτο εικόνες, ήχους, χρώματα κι αρώματα μιας Πόλης που κάπου υπάρχει ακόμα, κρυμμένη πίσω από τα τουριστομάγαζα της Ιστικλάλ και τα εμπορικά κέντρα του Λεβέντ. Δέκα μέρες κι όμως μου λείπει κιόλας. Η Σμύρνη μοιάζει επαρχιώτισσα σε σύγκριση. Επαρχιώτισσα στολισμένη για το νυφοπάζαρο του Κορντόν.

Σαββατόβραδο στο Αλσαντζάκ. Ψημένα όλη μέρα απ’ τον ήλιο τα πλακόστρωτα, τώρα μοιάζουν ν’ αχνίζουν στη βραδινή υγρασία. Όλα μοιάζουν θαμπά, μαραμένα από μια ζέστη που σε παραλύει, σε εξαντλεί, σε στεγνώνει… Ο ουρανός θολός, τ’ αστέρια αχνά, οι φοίνικες που θυμίζουν μάλλον Φάληρο, παρά Φλόριντα παραιτημένοι, με γερμένα κλαδιά και ξεραμένα φύλλα.

Βρίσκω καταφύγιο σ’ ένα μπαράκι με τεράστιους ανεμιστήρες στην οροφή. Παραγγέλνω ένα κρασί «σογούκ ολούρ» τονίζω, «κρύο», και μου φέρνουν ένα παγωμένο ποτήρι με ζεστό κρασί. Πίνω δυο γουλιές, για να μην κακοκαρδίσω τον σερβιτόρο που έχει διάθεση για κουβέντα και στέκεται πάνω από το κεφάλι μου. Ξαφνικά θέλω να φύγω. Να πάρω τους δρόμους, να περπατήσω, να χαθώ στα στενά, ο,τιδήποτε -αρκεί να μην είμαι εδώ.

Δεν με χωράει ο τόπος απόψε. Δεν ξέρω τι θέλω, δεν ξέρω πού να το βρω, δεν ξέρω από ποιον να το ζητήσω. Βγαίνω στο Κορντόν. Εδώ που μαζεύεται όλη η πιτσιρικαρία της Σμύρνης και κάνει κατάληψη στις αλέες με το γκαζόν. Οι μεγαλύτεροι τη βγάζουν στα παγκάκια, με τον καύσωνα. Και κάποιοι –πάντα- ψαρεύουν. Σ' όλες τις μεγαλουπόλεις της Τουρκίας που είναι κοντά σε νερό, κάποιοι πάντα ψαρεύουν. (Τι; Μπουκάλια; Γαλότσες;).

Μπαίνω μες το πλήθος κι εγώ. Χαμένος στην ανωνυμία του Σαββατόβραδου. Ντόπιοι, ξένοι, τουρίστες, νοικοκυραίοι και πραματευτάδες βολτάρουμε στην πρασιά, δίπλα στην προκυμαία. Για πρώτη φορά από τότε που ήρθα στη Σμύρνη, νιώθω ήρεμος. Μέσα στην πολυκοσμία και το καλαμπαλίκι. Νιώθω ότι ανήκω. Κι αυτό το αεράκι. Το ευλογημένο, Αιγαιοπελαγίτικο αεράκι. Που σβήνει τις σκέψεις μου, όπως σβήνει τα ίχνη του ιδρώτα στο πουκάμισό μου. Κι ανακουφίζει τη μοναξιά μου, όπως ανακουφίζει τη ράθυμη πόλη από τη λαύρα της Ιουλιάτικης μέρας.
önce, hafif bir rüsğar esiyor...

Παρασκευή 17 Ιουλίου 2009

...πόσα τάλιρα γυρεύεις, στον Περαία να με πας;

Το διαμέρισμα είναι στον δεύτερο όροφο. Χωρίς ασανσέρ (όχι που θα είχε). Πάλι καλά, να λες. Στην Κωνσταντινούπολη, το πρώτο διαμέρισμα που έμενα ήταν στον τέταρτο και με μια καραβόσκαλα που για να χωρέσουν δύο, ο ένας έπρεπε να κρεμαστεί από την κουπαστή. Δεν είναι άσχημο, για εργένικο σπίτι. Ο νέος μου συγκάτοικος, μου λέει να βγάλω τα παπούτσια (το πρώτο πράγμα που κάνεις όταν μπαίνεις σ’ ένα τούρκικο σπίτι) και με πάει στο δωμάτιό μου.

Κάνω ν’ ανοίξω την μπαλκονόπορτα και μια μαύρη χνουδωτή μπάλα πηδάει πάνω μου. Ο φύλακας του σπιτιού. Θα μου πεις, τι σόι κτηνίατρος θα ήταν, αν δεν είχε κατοικίδιο; Όχι ότι έχω πρόβλημα. Κάθε άλλο. Τα πάω εξαιρετικά καλά με τα ζώα. Με τα ζώα και τα παιδιά. (Ή μάλλον, τα παιδιά τα πάνε εξαιρετικά καλά μαζί μου. Εγώ διατηρώ τις επιφυλάξεις μου). Απόδειξη ότι το γκριφόν ανεβαίνει στην αγκαλιά μου, βάζει το κεφαλάκι του κάτω από το χέρι μου και κουρνιάζει.

«Τσίτσο, βγες έξω!» τον μαλώνει ο Λούτφι. Αδιαφορία, ο Τσίτσος. «Τσίτσο, κατέβα κάτω!». Τον Κινέζο, ο Τσίτσος. «Κάτω, είπα!». Και δυο αυγά Τουρκίας, ο Τσίτσος. Άμα το ‘χουνε περιορισμένο στη βεράντα, τι να σου κάνει το ζωντανό; Βρήκε ευκαιρία να τρυπώσει μέσα, σιγά μην την άφηνε. (Περίεργο όμως. Το όνομα, εννοώ. Τσίτσο, με φώναζε ο πατέρας μου μικρό. Μια από τις σπάνες εκδηλώσεις τρυφερότητας μεταξύ μας. Από τότε είχα να τ’ ακούσω). Ίσως γι’ αυτό έσφιξα δυνατότερα το σκυλάκι πάνω μου. Έβγαλε μια πνιχτή φωνούλα διαμαρτυρίας, αλλά δεν κουνήθηκε. Κατάλαβε φαίνεται ότι είμαι με το μέρος του. Το γλίτωσες το μπαλκόνι απόψε, Τσίτσο.

Καθόμαστε στη μπροστινή βεράντα για φαγητό. Ο Λούτφι μου δείχνει όλο καμάρι τη θέα. Όλη η Σμύρνη πιάτο. Μακρινό πιάτο. Ιπτάμενος δίσκος, πες καλύτερα. Όσο κοιτάζω τα φώτα της πόλης, τόσο με ζώνουνε τα φίδια. Πώς θα κυκλοφορώ εγώ; Πώς θα φεύγω τα πρωινά –ακόμα χειρότερα, πώς θα γυρίζω τα βράδια εδώ, στην εξορία του Αδάμ; Ό,τι απλούστερο, σύμφωνα με τον Λούτφι. Τον κτηνίατρο που τα παράτησε και δουλεύει dj στο ραδιόφωνο. Πρόκοψε κι αυτός.

«Τα πρωινά θα σε κατεβάζω εγώ μέχρι το κέντρο του Μπουρνόβα». Μάλιστα. "Από κει θα παίρνεις το λεωφορείο ή το τραίνο μέχρι το Κονάκ». Έστω. «Κι από κει, ένα άλλο λεωφορείο ή κάνα τέταρτο με τα πόδια». Εδώ δίπλα, δηλαδή. Καλά όλα αυτά, αλλά τα βράδια, πώς θα γυρίζω; «Έλα μωρέ, από το κέντρο του Μπουρνόβα, τι είναι το σπίτι; Άντε είκοσι λεπτά περπάτημα». Στις ερημιές, ξαναλέω. Στου Χάροντα τα μαρμαρένια αλώνια. Κει που συνδυό δεν κάθονται, συντρείς δεν κουβεντιάζουν.

Και δεν μου λες, ρε κουμπάρε, έτσι για να ‘χουμε καλό ρώτημα... Πες ότι μια μέρα θέλω να φύγω νωρίτερα ή αργότερα ή να γυρίσω μετά τις 12 το βράδυ, τι γίνεται; Πες ότι ξεμένω από τσιγάρα, καφέ, οδοντόκρεμα, απ’ ό,τι μπορεί να ξεμείνει ένας άνθρωπος τέλος πάντων… Τι θα κάνω; Εδώ πέρα που με κουβάλησες, μόνο να βγω στα ρουμάνια να μαζεύω βότανα και μπουγιούμια μου μένει. Σαν τις μάγισσες της Σμύρνης. Ταξί, ξέχνα το. Εκεί πάνω δεν πέρναγε μήτε πουλί πετούμενο.

Αδιέξοδο. Τσίκμαζ. Καθόμαστε να φάμε, αλλά τι να φάω, που τρωγόμουν με τα ρούχα μου; Το φαΐ το τάιζα λίγο-λίγο στον Τσίτσο. Μπαϊράμι έκανε ο γκριφόν.

-Ξέρεις, Λούτφι…
-Μμμμμ; (Όταν τρώμε δεν μιλάμε).
-Εγώ παλιά στην Αθήνα, έμενα στα προάστια.
-Μμμμμ; (Σκασίλα μου).
-Κι επειδή δεν άντεχα την απόσταση, μετακόμισα στο κέντρο.
-Μμμμμ. (Ας πρόσεχες, τι με κόφτει εμένα;).
-Κέντρο, καρά-κέντρο λέμε τώρα.
-Μμμμμ! (Τα ‘παμε αυτά, παρακάτω).
-Και το σπίτι σου, το φανταζόμουν… πώς να στο πω; Κάπως πιο κεντρικό.
-Μμμμμ; (Δεν φταις εσύ, η φαντασία σου τα φταίει).
-Δεν νομίζω ότι μπορώ να μείνω εδώ, τελικά.
-ΜΜΜ;

Επιτέλους, παράτησε το πιάτο του και γύρισε να με κοιτάξει. Λένε ότι όλοι έχουμε έστω ένα ωραίο χαρακτηριστικό πάνω μας. Στον Λούτφι είναι τα μάτια του. Μάτια μεγάλα, στρογγυλά, ανοιχτοπράσινα. Μείναμε έτσι αμίλητοι κάμποση ώρα. Εκείνος να μασάει αργά την τελευταία του μπουκιά κι εγώ να ξεψαχνίζω το κοτόπουλο, μην πνιγεί ο Τσίτσος με κάνα κόκκαλο.

«Αύριο πρωί θα ψάξω για άλλο σπίτι. Κάπου στο κέντρο. Για να μπορώ να κυκλοφορώ άνετα. Όπου θέλω, όποτε θέλω κι ό,τι ώρα θέλω. Με τα πόδια, αν γίνεται. Εδώ πάνω, χωρίς αυτοκίνητο, είσαι ανάπηρος. Κι εγώ ντεν έκω αυτοκίνητο, καρντιά μου. Ταμάμ μι;».

Ταμάμ στα μούτρα σου, θα σκέφτηκε, αλλά τι να πει; Κατάπιε και κούνησε καταφατικά το κεφάλι. «Μπόιλε ιστέρσεν, ταμάμ». Αφού έτσι θες, εντάξει. Άντε πάλι στους δρόμους από αύριο. Το ‘χει η μοίρα μου φαίνεται. Τραβάει ο οργανισμός μου την ταλαιπωρία, δεν εξηγείται αλλιώς. Πάω για ύπνο. Πρώτο και τελευταίο βράδυ στον Μπουρνόβα. Βαποράκι του Μπουρνόβα και καρότσα της στεριάς, πόσα τάλιρα γυρεύεις στον Περαία να με πας; Ας μην είναι στον Περαία. Και μέχρι το Αλσαντζάκ, βολεύομαι.

Βαποράκι του Μπουρνόβα και καρότσα της στεριάς

Μπαίνοντας στη Μαγνησία –Μανίσα τη λένε εδώ- το τοπίο αλλάζει. Οι χαμηλοί λόφοι γίνονται βουνά και τα πουρνάρια δίνουν τη θέση τους στα πεύκα. Μαζί με το τοπίο, άλλαξε κι ο καιρός. Πήρε να δροσίζει και συννέφιασε. Πάνω στη βουνοκορφή άρχισαν να πέφτουν κι οι πρώτες ψιχάλες. Κρίμα που δεν ανοίγει το παράθυρο, να μυρίσω το βρεγμένο χώμα. Τη λατρεύω αυτή τη μυρωδιά. Μαζί με το φρεσκοκουρεμένο γκαζόν και τα ξυσμένα μολύβια.

Και μου πάει η βροχή. Πολύ. Η συννεφιά, ο αέρας, τα αστραπόβροντα. Τρελαίνομαι για τις καλοκαιρινές καταιγίδες, που η φύση ξεσπάει όλη της τη μανία μονομιάς, λες και ξέρει ότι δεν προλαβαίνει. Πρέπει να εξαντλήσει το ρεπερτόριό της, πριν ξαναβγεί ο ήλιος. Πού τέτοια τύχη σήμερα… Ψιχαλίζει για κάνα μισάωρο, ίσα-ίσα για να γλιτσιάσει ο δρόμος και να πάει ακόμα πιο αργά το λεωφορείο, που αγκομαχάει στις ανηφοριές του βουνού με το παράξενο όνομα Σπιλ. (Σιπίλ το προφέρουν οι ντόπιοι. Κατά το σιπόρ, φιλίμ, κουλούμπ. Κάτι παθαίνουν με τα διπλά σύμφωνα οι Τούρκοι. Δεν μπορούν να τα προφέρουν μαζί και βάζουν ένα «ι» στη μέση για να διευκολύνουν τη γλώσσα τους).

Κατηφορίζουμε πια για τη Σμύρνη. Μια-μιάμιση ώρα δρόμος το πολύ. Μεγάλη χώρα. Σε διαλύουν οι αποστάσεις. Την τελευταία φορά είχα έρθει από τη Χίο, με βαπόρι. Έμεινα ένα Σαββατοκύριακο όλο κι όλο και δεν θυμάμαι σπουδαία πράγματα. Τώρα θα μείνω κάμποσο –έτσι λέω τουλάχιστον. Μπορεί να τα μαζέψω και να φύγω σε δυο μέρες πάλι. Μπακαλίμ. Θα δούμε. Φυσάει στο τέρμα των λεωφορείων. Μια τεράστια αλάνα που παρκάρουν τα λεωφορεία, με βενζινάδικο, καφετέρια και διανυκτερεύοντα υπάλληλο, παρακαλώ. Ο αέρας σέρνει τα τενεκεδάκια των αναψυκτικών στο τσιμέντο και κάνει τα σκουπίδια να στροβιλίζονται στις γωνιές, σαν δερβίσηδες.

Ερημιά τέτοια ώρα. Εγώ κι ο διανυκτερεύων υπάλληλος. Που με κοιτάει μάλλον ύποπτα, γιατί αντί να πάω στην πιάτσα να πάρω ταξί, όπως κάθε ταξιδιώτης που σέβεται τον εαυτό του, θρονιάστηκα στην καφετέρια και παράγγειλα τοστ. Περιμένω. Τον Λούτφι, να έρθει να με μαζέψει. Δεν τον ξέρω. Για την ακρίβεια, δεν τον έχω δει ποτέ. Μας έφεραν σε επαφή από το πανεπιστήμιο, επειδή εγώ έψαχνα σπίτι κι αυτός συγκάτοικο.

Περιμένω. Περιμένω πολύ. Κάπου μιάμιση ώρα. Άφαντος ο Λούτφι. Μου είχε πει «θ’ αργήσω λίγο, αλλά θα ‘ρθω». Το καλό που σου θέλω. Και δεν απαντάει στο τηλέφωνο, τρομάρα του. Ο διανυκτερεύων σε λίγο θα με πετάξει έξω. Χτυπάει το κινητό. «Σε πέντε λεπτά θα είμαι εκεί». Κάνω τους υπολογισμούς μου. Πριν μιάμιση ώρα μου είπε σε 20 λεπτά, άρα στα 20 λεπτά, 90 καθυστέρηση, στα 5 πόσο; Το Χ ισούται με τον υπεράνω αυτού αριθμό, επί το κλάσμα αντεστραμμένο. Χ=90 x 5/20.

Μέχρι να τελειώσω την απλή μέθοδο των τριών, ακούω μια φωνή πάνω από τον ώμο μου. «Μέρχαμπα» Γυρνάω και βλέπω ένα καλικαντζαράκι. Κυριολεκτικά. Πώς ήταν εκείνο το ξωτικό, στον Χάρι Πότερ και… Τα μυστικά του βάλτου; Τα μυστικά της Κοντέσας Βαλέραινας; Κάτι τέτοιο, τέλος πάντων. Φτυστός, όμως. (Είναι αυτό που λες στον άλλον «Μου θυμίζεις κάποιον από μια ταινία». Και πάνω που πάει να χαρεί ότι μοιάζει με σταρ του Χόλυγουντ, συμπληρώνεις «Α, ναι μωρέ, το γκόλουμ»).

Δεν βαριέσαι, όμορφος, άσχημος, δεν θα τον παντρευτώ κιόλας. Σηκώνομαι να τον χαιρετίσω και τον χάνω απ’ το οπτικό μου πεδίο. Διότι, το… παιδίον, είπε να με βοηθήσει με τις βαλίτσες. Και πήγε να σηκώσει τη μια. Η οποία έπεσε και τον πλάκωσε. «Άστο ρε καρντάση, μην πάθεις καμιά κήλη και σου ρίχνω μετά βεντούζες να ισιώσεις». «Όχι μπορώ». «Τι μπορείς ρε κιρκιντζέ, που η βαλίτσα είναι μεγαλύτερη από το μπόι σου;».

Τίποτε ο Λούτφι. Το πήρε πατριωτικά. Ζαλώνεται το σακ βουαγιάζ, γιατί την τροχήλατη δεν μπορούσε ούτε να τη σπρώξει κι ήταν τόσο αστείος, που μέχρι κι ο διανυκτερεύων βγήκε από το γκισέ του να μας χαζέψει. Δυο ποδαράκια, ένας σάκος κι από πάνω ένα κεφάλι με πεταχτά τσουλούφια και κάτι τεράστια αυτιά, σαν το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ.

Με τα πολλά, μπαίνουμε στο αυτοκίνητο και ξεκινάμε. Τα φώτα της Σμύρνης αριστερά μας, κάτω από τον αυτοκινητόδρομο. Δεξιά, το χάος και το μαύρο σκοτάδι. Και φυσικά, στρίβουμε δεξιά. Όσο έβλεπα τον πολιτισμό να απομακρύνεται, τόσο δαγκωνόμουν. «Κατά πού πηγαίνουμε, πατριώτη;». «Στη Μπόρνοβα». «Και κατά πού πέφτει αυτή η Μπόρνοβα;». «Λίγο έξω από τη Σμύρνη».

Λίγο έξω από τη Σμύρνη, ήταν ο σταθμός των λεωφορείων. Πόσο πιο έξω, δηλαδή; Του διαόλου τη μάνα, την ξέρεις; Ε, ακόμα παραπέρα. Δρόμο παίρνουμε, δρόμο αφήνουμε, πιάνουμε κάτι ανηφόρες, κάτι κατηφόρες, μπαίνουμε σε κάτι ερημιές που ούτε αδέσποτα δεν έβλεπες –διότι τι να κάνει το αδέσποτο στην ερημιά; Ποιος θα το ταΐσει; Σκοτάδι πήχτρα στο μεταξύ. Μωρέ, πού με πάει τούτος; «Ρε παλικάρι, γιατί πήραμε τα όρη, τα άγρια βουνά;». «Τώρα, φτάνουμε». «Πού; Στο Αφιόν Καραχισάρ;». «Όχι, σπίτι μου». «Μπα, έχει και σπίτια εδώ πάνω; Γιατί εγώ περίμενα σπηλιές κι αρκούδες».

Είχε. Το εξής ένα. Του Λούτφι. Και δικό μου, για όσο θα έμενα στη Σμύρνη. (Άσχετο. Το τραγούδι, γιατί μιλάει για βαποράκια του Μπουρνόβα, αφού ο Μπουρνόβας είναι στα βουνά; Εκτός αν εννοεί άλλα βαποράκια. Από το Αφιόν Καραχισάρ, που λέγαμε;).

Η συνέχεια στο επόμενο...

Πέμπτη 16 Ιουλίου 2009

Ηer şey yolunda

Τέρμα λεωφορείων, στη μέση του πουθενά. Πες ότι λέγεται Καγίπ Σεχίρ –Χαμένη πόλη. Μόνο που δεν είναι καν πόλη. Ώρα 12 παρά κάτι. Καταμεσήμερο. (Πώς καταφέρνω πάντα να ταξιδεύω μες την ντάλα, ένα περίεργο πράγμα…). Ο σταθμός είναι βασικά τρία τροχόσπιτα, τοποθετημένα σαν Γ. Στη μια άκρη υπάρχει ένα καφενεδάκι. Ο Θεός να το κάνει, αλλά σερβίρει καφέ. Και δροσερό νερό. Τζενέτ. Παράδεισος, θα πει.

Ο ταμπής είναι στρουμπουλός, μεσήλικας, πρόσχαρος. Δείχνει άπειρη υπομονή με τα σπαστά μου τούρκικα και με μουντζώνει για να πει ότι θέλει 5 λίρες για τον καφέ και το νερό. «Βε μπιρ…» ψελλίζω, αλλά δεν θυμάμαι τη λέξη. Δείχνω με το δάχτυλο τους αναπτήρες πάνω στο τεζάχι. «Τσακμάκ» μου λέει συγκαταβατικά, σαν δάσκαλος. «Τσακμάκ» επαναλαμβάνω πειθήνια, σαν μαθητής. Τσακμάκι, βρε ζώον, βρίζω τον εαυτό μου και μάλλον σκέφτομαι δυνατά γιατί μου χαμογελάει πλατιά. «Τσακμάκ-Ι» ξαναλέει, τραβώντας το «Ι».

Μάλιστα. Ο Βόγλης και η πώς-την-έλεγαν στο Κορίτσια στον Ήλιο. Τον φαντάζομαι να με κυνηγάει στην αλάνα φωνάζοντας «στάσου μύγδαλα» και με πιάνουν τα γέλια. Γελάει κι αυτός μαζί μου. «Σοκάκ» χτυπάει το δάχτυλό του στο στήθος, «σοκάκι-Ι» συμπληρώνει δείχνοντας εμένα. «Κονάκ, κονάκ-Ι» του απαντάω κι εγώ και ξεκαρδίζεται, σαν μικρό παιδί. «Είδες, μιλάω Ελληνικά», μου κάνει θριαμβευτικά. Αμ έτσι, μιλάω κι εγώ Τούρκικα, λέω εγώ. Από μέσα μου. Απ’ έξω μου, απλώς χαμογελάω.

Βγαίνω και κάθομαι σε μια πλαστική καρέκλα. Ανάβω τσιγάρο με τον καινούργιο μου αναπτήρα κι ετοιμάζομαι να περιμένω μοιρολατρικά μια ώρα μέχρι να φύγει το λεωφορείο. Χαμένος στις σκέψεις μου, ακούω μια ανακοίνωση από τα μεγάφωνα. Κάτι πιάνει τ’ αυτί μου για «Ιζμίρ». Τελειώνω το τσιγάρο, σηκώνομαι να ρωτήσω τι τρέχει με τη Σμύρνη και βλέπω ένα λεωφορείο να κάνει όπισθεν για να φύγει. Το λεωφορείο που έχω ήδη φορτώσει τα πράγματά μου.

Δεν είναι δυνατόν. Η ώρα είναι μόλις 12. Το τσαλακωμένο μου εισιτήριο γράφει ξεκάθαρα 13.00. Γράφει και κάτι άλλα, αλλά δεν έδωσα σημασία, ούτε σκέφτηκα να ζητήσω διευκρινήσεις. Κι η χαριτωμένη υπάλληλος στο τουριστικό γραφείο –που μιλούσε απροσδόκητα καλά Αγγλικά- δεν μου είπε ότι «τα δρομολόγια υπόκεινται σε απροειδοποίητες αλλαγές» ή ότι οι ώρες αναχώρησης είναι για τα μάτια του κόσμου και στην πραγματικότητα οι οδηγοί φεύγουν όποτε τους καπνίσει.

Τρέχω στο γραφείο. «Αυτό ήταν το λεωφορείο για Σμύρνη;». Ναι, μου απαντάνε. "Μα είναι τα πράγματά μου μέσα! Κι εγώ είμαι απ’ έξω!». Λένε, λένε, λένε διάφορα που δεν έκανα καν τον κόπο να αποκρυπτογραφήσω, μόνο τους κουνάω το εισιτήριο σαν μπαϊράκι. «Μα εδώ λέει 13.00. Ον ιτς. Και τώρα είναι 12.00. Ον ικί». Αααααα. Σαν να κατάλαβαν. Όοοοοοοχι, ον ιτς φεύγει από το Ατασεχίρ. Από δω, φεύγει ον ικί. Γι’ αυτό σας είπαν από το γραφείο να είστε εδώ πριν τις δώδεκα. Ανλατινίζ μι; Και που κατάλαβα, τι κατάλαβα, χανιμεφέντιμ; Φασκελοκουκούλωστα.

«Σίμντι, νε γιαπαλίμ;». Τώρα τι γίνεται; Πολύ απλό. Αν ήμασταν στη Γερμανία, τίποτε απολύτως. Πρόβλημά σου, ας πήγαινες να κάνεις εντατικά στου Γκαίτε να συνεννοηθείς, πτωχέ τουρίστα. Εδώ που είμαστε όμως, κάνουμε τα εξής:

1. Παίρνουμε τον οδηγό στο κινητό του.
2. Του εξηγούμε ότι έχουμε έναν ηλίθιο τουρίστα (απτάλ μπιρ τουρίστ) που έχασε το λεωφορείο.
3. Εφόσον ο ίδιος ηλίθιος τουρίστας (άινε απτάλ μπιρ τουρίστ) έχει τα πράγματά του στις αποσκευές και θέλει ντε και καλά να πάει στη Σμύρνη, λέμε στον οδηγό να κάνει στην άκρη και να περιμένει.
4. Λαμβάνουμε τον ηλίθιο τουρίστα (απτάλ τουρίστ, τα είπαμε αυτά, μην τα ξαναλέμε), τον φορτώνουμε στο βανάκι για τις μεταφορές κυτίων και άλλων αντικειμένων.
5. Τρέχουμε σαν τρελοί να προλάβουμε το λεωφορείο που περιμένει με τα αλάρμ αναμμένα.
6. Γυρνάμε στον σταθμό και γελάμε μέχρι δακρύων, ως το τέλος της βάρδιας.

Ευτυχώς, το λεωφορείο ήταν σχεδόν άδειο. Γιατί οκτώ ώρες δρόμο, να με κοιτάνε 50 ζευγάρια μάτια και να χασκογελάνε με το πάθημά μου, δεν ξέρω αν θα το άντεχα. «Μεράκ έτμε» μου λέει καθησυχαστικά ο οδηγός. Μωρέ ας μην σε προλάβαινα και σου 'λεγα εγώ αν με ένοιαζε και μ' έκοφτε. Όχι τίποτε άλλο, αλλά πάνω στη φούρια μου, ξέχασα και τα τσιγάρα. Μαζί με τον καινούργιο αναπτήρα.

Τετάρτη 15 Ιουλίου 2009

Οδοιπορικό

Δρόμος ατέλειωτος, μακρύς, φιδογυριστός. Άσφαλτος σκασμένη απ' τον ανελέητο ήλιο. Το λεωφορείο τραντάζεται σαν κονσερβοκούτι, καθώς διασχίζει αχανείς εκτάσεις με χωράφια, λόφους και μικρά ποτάμια που κάποτε μπορεί να κατέβαζαν νερό. Τώρα, μετράς τα βότσαλα στον βυθό τους. Ξηρασία. Ζέστη. Πέτρα κι άγονα βράχια. Ο Τούρκος δίπλα μου κοιμάται, με το κεφάλι γερμένο στο πλάι. Όταν τα τραντάγματα του λεωφορείου με φέρνουν κοντά του, μου 'ρχεται μια μυρωδιά από σουντζούκι και μπαχάρια. Όχι ακριβώς δυσάρεστη, αλλά… Βαριά. Ταγκή. Κι είναι νέος –όχι πάνω από 28-30; Ψηλός, για Τούρκος. Τα πόδια του δεν χωράνε στο κάθισμα και πιέζει με το γόνατό του το δικό μου. Φοράει μαύρο παντελόνι και πουκάμισο (μ’ αυτή τη ζέστη;), αλλά καφέ παπούτσια. Σκαρπίνια. Σαν αυτά που κοροϊδεύαμε παιδιά, όταν πηγαίναμε ταξίδι στην επαρχία.

Ο ουρανός απέραντος, ξεθωριασμένος από τη μεσημεριάτικη λαύρα. Πόσο πιο μακρινός δείχνει ο ορίζοντας όταν δεν υπάρχουν βουνά… Το τοπίο αδιάφορο. Ξερό, σκονισμένο, άχρωμο. Μπορεί να φταίει η ώρα. Μπορεί και η διάθεσή μου. Έχω βάλει μουσική για να μην ακούω τα μωρά που κλαίνε και τις μαντιλοφόρες μανάδες που τα μαλώνουν σε μια γλώσσα ακόμα άγνωστη. Η τηλεόραση που μου τάξανε δεν έχει σήμα μάλλον. Η εικόνα έχει παγώσει, στο πρόσωπο κάποιου άντρα που μοιάζει να μορφάζει από πόνο. Λες και θα καταλάβαινα τίποτε, ακόμα κι αν έπαιζε. Καλύτερα. Ένας θόρυβος λιγότερος.

Τα χωριά που περνάμε, θλιβερά. Φτωχικά σπίτια, ξιπόλητα παιδιά, άντρες με μουστάκι και ριγέ πουκάμισα (γιατί έχουν τόση αδυναμία στα ριγέ πουκάμισα στη Μέση Ανατολή;) και σκυθρωπές γυναίκες με μαντίλα. Κτήρια παλιά, παραμελημένα, με τοίχους που ξεφλουδίζουν και παράθυρα που χάσκουν. Μόνο τα τζαμιά είναι περιποιημένα. Αλίμονο. Σκελετωμένα δάχτυλα οι μιναρέδες, δείχνουν τον δρόμο για τη βασιλεία των ουρανών. Σε ποιον; Κανείς δεν δείχνει να νοιάζεται. Βράχνιασε ο μουεζίνης να καλεί τους πιστούς για προσευχή. Απόγευμα πήγε πια. Πείνασα. Η μπαγιάτικη μυρωδιά του διπλανού μου, άρχισε να μου φέρνει ναυτία. Ας κάνουμε μια στάση, κάπου, οπουδήποτε. Να κάνω ένα τσιγάρο τουλάχιστον.

Η ζέστη όταν βγαίνεις από το λεωφορείο, σε χτυπάει σαν γροθιά. Λεκέδες ιδρώτα ξεφυτρώνουν στον λαιμό μου, στο στήθος, στις μασχάλες μου. Ωραία. Τώρα θα μυρίζω κι εγώ σαν τους άλλους. Να που έγινα κιόλας ντόπιος. Τα μαλλιά μου κολλάνε στο σβέρκο, ο αναπτήρας γλιστράει στα δάχτυλά μου, το τσιγάρο μουλιάζει από τις στάλες του ιδρώτα, αλλά το ανάβω. Κι εισπνέω τον καπνό βαθιά, με κλειστά τα μάτια. Surgeon’s warning kiss my ass. (Τι κάνω εδώ; Τι δουλειά έχω εγώ εδώ; Γιατί δεν είμαι σε μια παραλία με τους φίλους μου ή έστω στο δροσερό μου διαμέρισμα; Πού πάω;).

Ανοίγω τα μάτια. Τίποτε δεν άλλαξε. Ο ατέλειωτος δρόμος, η σκασμένη άσφαλτος, τα σαραβαλιασμένα βανάκια με τα κρόσια στο παρμπρίζ και τα φορτηγά που γράφουν Allah korusun στην καρότσα. Ο Αλλάχ να φυλάει. Τα έρμα. Σαν εμένα.

Τρίτη 14 Ιουλίου 2009

Son gun

Πάει, έφυγε το τραίνο, έφυγες και συ... Μες τη λαύρα του καλοκαιριού. Άφησες πίσω σου τον καύσωνα του Ιουλίου για να βρεις, τι; Σάμπως ξέρεις; Σάμπως αναρωτήθηκες ποτέ; Μόνο φεύγεις. Πάντα φεύγεις. Δεν διεκδικείς. Ποτέ. Αφήνεις τους άλλους να σε διεκδικούν κι εσύ, απλώς φεύγεις. Κι αφήνεις πίσω σου συντρίμμια. Κι αποκαΐδια. Δεν σου μυρίζει καμένο ξύλο; Κάπου έπιασε φωτιά πάλι. Στα μπατζάκια σου μάλλον.
Το παράθυρο ορθάνοιχτο, παρά τον κλιματισμό στο βαγόνι. Να σε φυσάει ο αέρας και να μην ακούς ούτε τις σκέψεις σου. Δεν την αντέχεις τη ζέστη. Σε αποσυντονίζει. Γιατί δεν μπορείς να την ελέγξεις, όπως το κρύο. Το χέρι απλωμένο πάνω στις γρίλιες του εξαερισμού. Μαυρισμένο απ' τον ήλιο. Παράξενο πράγμα. Στον ήλιο δεν κάθεσαι ποτέ. Σαν τις γριές, κυνηγάς τη σκιά. Πότε πήρες χρώμα; Το κομποσκοίνι σου έχει αφήσει ένα λευκό σημάδι στον καρπό. Σαν δεύτερο βραχιόλι. Ωραίο χέρι. Καλοφτιαγμένο, με τις φλέβες να πετάνε στη ράχη της παλάμης και στρογγυλά, μικρούτσικα νύχια. Παιδικά. Εσύ ξέρεις καλύτερα όμως. Τα μικρά νύχια δείχνουν κυνισμό. Σσσστ. Μην σ' ακούσει κανείς και το πει παραέξω.
Στον καθρέφτη δεν κοιτάζεσαι ποτέ. Δεν θέλεις να βλέπεις τον εαυτό σου. Δεν τον αναγνωρίζεις, γι' αυτό. Βλέπεις έναν ξένο. Έναν άγνωστο. Συγγνώμη κύριε, ποιος είστε, ένα πράγμα. Σπίτι σου καθρέφτη έχει μόνο στο μπάνιο. Μικρό, θαμπό, με έναν παλιομοδίτικο γλόμπο από πάνω. Πλένεις τα δόντια σου κάνοντας βόλτες στο διαμέρισμα. Χαζεύεις τηλεόραση, τσεκάρεις τα μηνύματά σου, μπαίνεις στο facebook. Στον νιπτήρα ποτέ. Μην τυχόν και πέσει το μάτι στο είδωλό σου. Και αναρωτηθείς πάλι, "έτσι είμαι"; "Έτσι με βλέπουν οι άλλοι"; "Εγώ γιατί νιώθω άλλος";
Ούτε φωτογραφίες βγάζεις. Κι αυτές που σου βγάζουν κλεφτά δεν τις κοιτάς ποτέ. Κι αν στις στείλουν με mail τις σβήνεις. Χωρίς να τις δεις. (Γι' αυτό άνοιξες τέντα το παράθυρο; Μην τυχόν και καθρεφτιστείς στο τζάμι;). Λες ότι δεν έχεις ανάγκη τις αντανακλαστικές επιφάνειες για να ταυτιστείς με τον εαυτό σου. Ότι καθρεφτίζεσαι στα μάτια των άλλων. Γι' αυτό δεν ασχολείσαι ποτέ με όποιον δεν ασχολείται μαζί σου. Γιατί στα δικά του μάτια, είσαι ασήμαντος. Αόρατος. Και πρέπει να είσαι σημαντικός, σωστά; Το κέντρο του ενδιαφέροντος. Μη σου πω και του σύμπαντος. Πόσο σου έχει κοστίσει αυτό; Να είσαι πάντα εύθυμος, ζωντανός, ευφυής, ετοιμόλογος, γοητευτικός; Δεν έρχονται στιγμές που το νιώθεις σαν αγγαρεία; Που πνίγεσαι από τον ρόλο του ζεν πρεμιέ; Κι οι ζεν πρεμιέ γερνάνε κάποτε, το ξέρεις; Πού να το ξέρεις; Δεν έχεις καθρέφτη να δεις το γκρίζο στα μαλλιά σου. Που θα γίνει λευκό μια μέρα. Και πώς θα το παίζεις γόης μετά;
Γι' αυτό φεύγεις; Για να αποφύγεις το αναπόφευκτο; Θα σε βρει εκεί που πας. Όπου πας. Όσο μακριά κι αν πας. Κι ας μιλάς μια άλλη γλώσσα, τότε. Πάντα στα Ελληνικά θα σκέφτεσαι. Και στα ελληνικά, η μοναξιά πονάει πιο πολύ.

Κυριακή 28 Ιουνίου 2009

5.gun

Κυριακή πρωί. Κι η φύσις ησυχάζει. Εκτός από μένα. (Και κάτι βλαμμένα περιστέρια που ερωτοτροπούν ασύστολα στο μπαλκόνι μου. Και μου τη δίνουν. Γιατί είναι και η μοναδική ερωτική δραστηριότητα που εκτυλίσσεται στο σπίτι τον τελευταίο καιρό. Να μην κουτσούλαγαν τον τόπο τουλάχιστον...).
Διότι εγώ είμαι και ανήσυχος άνθρωπος από γεννησιμιού μου. Μια ζωή στη γύρα. Αφού -λέει η μάνα μου- μικρός σηκωνόμουν τα βράδια και έβγαινα από το σπίτι για βόλτα. Έτσι, να περπατήσω λίγο να ξεμουδιάσω, βρε αδελφέ. Μια φορά με μάζεψε ένας γείτονας και με πήγε πακέτο. "Δικό σας είναι αυτό; Το βρήκα να περιπλανιέται με τις πιτζάμες". Δεν λες πάλι καλά που ήταν ο γείτονας κι όχι ο Δράκος της περιφερείας μας; Αλβανούς δεν είχαμε τότε. Άλλες εποχές. Πιο αθώες (;).
Μετά αρχίσαν να κλειδώνουν τις πόρτες και οι νυχτερινές μου εξορμήσεις διακόπηκαν απότομα. Μεγαλώνοντας, άρχισα άλλο βιολί. Κάθε καλοκαίρι, το δισάκι μου στον ώμο, για τον δρόμο, για τον δρόμο. Μια σκηνή, ένα σλίπινγκ μπαγκ και θερινή τουρνέ στα νησιά. Από λεφτά, ότι είχα μαζέψει όλο τον χειμώνα. Όταν άρχιζαν να τελειώνουν, μια μερίδα τηγανητές πατάτες και μια κονσέρβα τόνου -ημερήσιο συσσίτιο. Άντε, άμα ήθελα να το ρίξω έξω, και μια μπίρα. Μεγαλεία.
Κάτι μου έλειπε πάντα. Κάτι έψαχνα. Κάπου αλλού -ποτέ εκεί που ήμουνα. Πάντα κάπου αλλού. Μια τάση φυγής. Να φύγω ("να πληρώσουμε Νίκο μου, να φύγουμε..."). Ακόμα και τώρα. Που πάτησα τα 40. Και τα ξενύχιασα. Πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι, έλεγε η γιαγιά μου -όπως και πολλές άλλες γιαγιάδες φαντάζομαι. "Έχεις όλη τη ζωή μπροστά σου" μου έλεγαν οι δικοί μου, όταν ξεκίναγα για Ίντερ-ρέιλ. "Κάνεις και λες θα πεθάνεις αύριο και θες να τα προλάβεις όλα". Έτσι ήταν. Αυτό θυμάμαι από παιδί. Μια λαχτάρα, μια ανυπομονησία να κάνω όσα περισσότερα μπορώ, όσο πιο γρήγορα γίνεται.
Το ίδιο κάνω και στη ζωή μου. Δέκα πράγματα ταυτόχρονα. Δυο-τρεις δουλειές, συν σπουδές, συν γλώσσες, συν ό,τι φανεί στον Λωλοστεφανή: πότε γυμναστήριο, πότε γιόγκα, πιλάτες, σιάτσου. Να γεμίσει η μέρα. Για το φετινό καλοκαίρι, είχα κανονίσει τόσα πράγματα, που στο τέλος αγχώθηκα μέχρι κι εγώ. Κάτι πρέπει ν' αφήσω, δεν γίνεται. Αλλιώς, θ' αφήσω τα κόκαλά μου. Είμαι και μεγάλος άνθρωπος πια. Πού να τα προλάβω όλα;
Δεν μου φτάνουν, βλέπεις. Όσα κι αν έχω, ό,τι κι αν κάνω. Πάντα θέλω κάτι παραπάνω, κάτι διαφορετικό, καινούργιο. Μεγάλη γοητεία το καινούργιο. ("Το καινούργιο πράγμα, είναι άλλο πράγμα". Ποια το 'λεγε αυτό; Η Ελένη Δήμου;). Βλέπω κατά καιρούς κάτι ερωτηματολόγια, από αυτά που σου ζητάνε να γράψεις τις προτιμήσεις σου σε πράγματα που ποτέ, κανέναν δεν ενδιαφέρουν -ή δε θα έπρεπε να ενδιαφέρουν. Όπως, ποιο είναι το αγαπημένο σου χρώμα. Ή το αγαπημένο σου ζώο. Γιατί, ρε φίλε, θα μου το κάνεις δώρο στη γιορτή μου; Στο αγαπημένο μου χρώμα κιόλας;
Τέλος πάντων, σ' αυτές τις ερωτήσεις, εγώ δεν ξέρω ποτέ τι ν' απαντήσω. "Αγαπημένος προορισμός;". Αυτός που δεν έχω πάει ακόμα. "Αγαπημένο κατοικίδιο"; Αυτό που τυχαίνει να έχω εκείνη την περίοδο. "Αγαπημένο τραγούδι;". Ανάλογα με τα κέφια μου. Από Κόουλ Πόρτερ μέχρι Θεοφάνους. Κι όλα τα ενδιάμεσα. Και παλιά και σύγχρονα και ξένα και ελληνικά και κλασική μουσική και πολυφωνικά Ηπειρώτικα. Ο,τι βάλει ο κάθε αρρωστημένος νους. "Αγαπημένο ρούχο"; Αυτό που μόλις αγόρασα και δεν έχω φορέσει ακόμα. Το καινούργιο. Που δεν πρόλαβα να βαρεθώ ακόμα.
Γιατί βαριέμαι. Πολύ. Κι εύκολα. Γι' αυτό μάλλον ψάχνω να γεμίζω τη μέρα μου με δραστηριότητες. Και θέλω διαρκώς να είμαι σε κίνηση. Και να φεύγω. Σ' άλλη γη, σ' άλλα μέρη. Που κανέναν δεν ξέρουμε και κανείς δεν μας ξέρει. Αν για τους άλλους άντρες η καρδιά περνάει από το στομάχι, ο δρόμος για τη δική μου είναι οι διαρκείς εναλλαγές. Η έκπληξη, το αναπάντεχο, το απρόβλεπτο. Το διαφορετικό. Το καινούργιο.

Σάββατο 27 Ιουνίου 2009

4.gun

Τι τά 'θελα τα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια χθες βράδυ; Δεν καθόμουν αγκαλιά με τη θερμοφόρα μου, να πιω κάνα ζεστό μπας και συνέλθω; Χάλια ξύπνησα σήμερα. Βήχω σαν φυματικός λίγο πριν τις αιμοπτύσεις και νιώθω σαν να 'χω καταπιεί σπασμένα γυαλιά. Άσε η τρομάρα που πήρα αξημέρωτα. Κάποιος χαρχάλευε την κλειδαριά. Ανοίγω το μάτι και περιμένω. Ακούω την πόρτα ν' ανοίγει. Πιάνω το κινητό και στήνομαι πίσω από την πόρτα. Ακούω ψιθύρους στο γραφείο (Γραφείο, αποκαλώ συνθηματικά το χολ του σπιτιού, όπου έχω βάλει το... γραφείο μου). Ωραία λέω, είναι και δύο. Και δεν μου βρίσκεται πρόχειρο τίποτε βαρύ. Η Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας του Μάνσελ μόνο, στο κομοδίνο. Βαριά η γνώση, δεν λέω, αλλά το βιβλίο τι να ζυγίζει; Ένα κιλό-σκάρτο.
Μωρέ σαν γυναικείες να είναι οι φωνές. Εκεί φτάσαμε λοιπόν; Ιδού τα αποτελέσματα της γυναικείας χειραφέτησης, κυρία Καλιρρόη Παρέν μου. Τα βλέπετε; Αμ δεν τα βλέπετε. Γιατί προλάβατε κι αποδημήσατε εις Κύριον, πριν δείτε την κατάντια του φύλου σας. Και του φίλου σας. Εμού του ιδίου. Με τα σώβρακα, να τουρτουρίζω από τον πυρετό και να κρατάω στο χέρι το Sony Ericsson ως σανίδα σωτηρίας. Για να πάρω ποιον; Την Άμεσο Δράση; Να με βάλουν στην αναμονή ή ακόμα χειρότερα, να μου βγει κανένα μαγνητοφωνημένο μήνυμα "Αν θέλετε να δηλώσετε απώλεια προσωπικών αντικειμένων, παρακαλώ, πιέστε το 1. Για καταγγελία εξύβρυσης, πιέστε το 2. Για σωματικές βλάβες ή βιασμό, πιέστε το 3..."; Μέχρι να φτάσουμε στη διάρρηξη, θα μου έχουν πάρει και τα σώβρακα, μη σου πω και το κινητό μαζί.
Η μια δεν τα μίλαγε καλά τα ελληνικά. Κάτι σπαστά έλεγε. "Κουζίνα βάλει καλύτερα, τέλει ψυγκείο". Ποιο πράγμα θέλει ψυγείο; Το πτώμα μου; Σιγά ρε κορίτσια, ψυχραιμία. Άσε που δεν χωράει. Εντάξει, μπορεί να μην είμαι ο Φασούλας, αλλά δεν είμαι και μισή μερίδα, να με βάλεις στο τάπερ. "Όχι Αντριάννα, τη σούπα να την αφήσουμε έξω, να τη βρει λίγο ζεστή το πρωί που θα ξυπνήσει". Σούπα; Ζεστή; Ρε μάνα, εσύ είσαι και με κοψοχόλιασες πρωινιάτικο; Η Μάνα. Όχι του Γκόρκι, η δικιά μου. Του δειλινού η καμπάνα. Πήρε χθες να ρωτήσει πώς είμαι και της είπα ότι είμαι αδιάθετος -αν της έλεγα άρρωστος, με πυρετό και τέτοια θα μου είχε κλείσει ράντζο στον Άγιο Σάββα, δεν τίθεται θέμα.
Μέγα σφάλμα. Διότι μάνα είναι μόνο μια και αυτή η μια αποφάσισε ότι ο κανακάρης της πρέπει να έχει ζεστή κοτόσουπα και βραστό κοτοπουλάκι με φιδέ για να συνέλθει το μανάρι της. Δεν σκέφτηκε να με ενημερώσει όμως. Της ήρθε η έμπενυση να μου φέρει το συσσίτιο και πήρε μαζί για συνεργό τη γυναίκα που έχει τα κλειδιά του σπιτιού. Για να έρχεται να καθαρίζει η Χριστιανή, όχι για να μου κάνει μεταμεσονύκτιες επισκέψεις.
Μάνα και Αντριάννα λοιπόν, κάνουν έφοδο στην κουζίνα, η Αντριάννα στραβομουτσούνιασε βλέποντας τα άπλυτα στον νιπτήρα, η μάνα μου κάτι είπε που κοιμάμαι γυμνός και δεν σκεπάζομαι "...θέλω να πάθω καμιά πνευμονία, να τρέχουμε μετά; Βέβαια, τι με νοιάζει εμένα, εγώ θα τρέχω; Εκείνη θα τα περάσει όλα. Αλλά έτσι ήμουν, από μικρός. Τώρα θα με μάθει; Δεν φταίει όμως κανείς άλλος, όοοοοοοοχι, εκείνη φταίει που έγινε θυσία τόσα χρόνια και πού είναι το ευχαριστώ;...". Something along those lines.
Και πρέπει να τρέχω και στο Σύνταγμα να περιμαζέψω τον Αυστραλό τουρίστα. The mate from down under. Για χάρη του βγήκα χθες, δηλαδή. Ας όψεται που θέλω να του νοικιάσω το σπίτι για το καλοκαίρι, αλλιώς... Και θα μου έρθει σήμερα να το δει από κοντά, να αποφασίσει αν έχει καλό φενγκ σούι. Δε βαριέσαι, είτε έτσι, είτε αλλιώς να έρθει να ξεμπερδεύουμε. Καλό παιδάκι φαίνεται. Κυρία. Κυριολεκτικά. Μόνο το ταγιεράκι του λείπει. (Αμάν, έλεγα στον Αντρέα χθες, θα μου το κάνει το σπίτι Δελφινάριο. Μες το πούπουλο και την παγιέτα).
Η διαχειρίστρια θα πάθει πολιτισμικό σοκ. "Σαν τι μέρος του λόγου είσαι εσύ ρε παλικάρι;". "Αυστραλός, κυρία Άννα, ξέρετε, από την Αυστραλία; Που έχει τα καγκουρό;". "Μωρέ, έτσι τους φτιάχνουν εκεί κάτω; Να τους χαίρεται η μανούλα τους". "Μην το λέτε, είναι βέβαια λίγο... χμ... χαριτωμένος, αλλά είναι καλό παιδί". "Τι χαριτωμένος, παιδί μου; Αυτός κουνιέται και λυγιέται σαν να περνάει το Κάβο Ντ' Όρο, ήμαρτον Παναγία μου, μαγαρίστηκα Σαββατιάτικα".
Θα τόνε βλέπει στο ασανσέρ και θα λιβανίζει τους διαδρόμους. Άσε οι υπόλοιπες γριές της πολυκατοικίας. Που είναι και πολλές. (Τελικά έχουν δίκιο που λένε ότι οι γυναίκες ζουν περισσότερο από τους άντρες. Τίγκα στις χήρες είμαστε εδώ μέσα. Χήρος ούτε ένας, για δείγμα). Θα βρουν καινούργιο χόμπι, τώρα που σταματάνε και τα πρωινάδικα. Ποια Λαμπίρη και Κοιτάω Μπροστά μου λες εσύ τώρα... Με τον Λίαμ θα βρουν μαλλί να ξάνουν όλο το καλοκαίρι. Εισιτήρια θα κόβει η κυρά-Μαριάνθη από δίπλα. Που είναι κι ελαφρώς κουφή. (Καλημέρα της λες, "Μπα, καιρό έχω να τον δω" σου απαντάει).
Μην αρχίσει μόνο να κουβαλάει τίποτε μπετατζήδες εδώ μέσα και μου κάνει το δυάρι γκαρσονιέρα. Άλλος για τη βάρκα μας, ένα πράγμα. Θα γίνουμε νούμερο σ' όλη την Κομνηνών. Αχ, ας μην είχα ανάγκη τα λεφτά για να πάω στην Τουρκία και σου 'λεγα εγώ. Άτιμη κοινωνία. Που άλλους τους ανεβάζεις κι άλλους τους ρίχνεις στα ξένα χέρια. Που είναι και μαχαίρια. Αν και στην περίπτωση του Λίαμ, μάλλον ψαλιδάκι για μανικιούρ είναι.

Παρασκευή 26 Ιουνίου 2009

3. gun

Δεν το άνοιξα τελικά. Το βιβλίο. Εξ ου και πρόκοψα στα γραπτά σήμερα. Δε βαριέσαι. Και μέχρι τώρα που δεν χρωστούσα μάθημα, τι κατάλαβα; Λες και θα παρω υποτροφία. Το πολύ-πολύ να πάρω καμιά γλάστρα και λίγο λίπασμα, ως φυτό που με λέγαν οι συμφοιτητές μου. Τι μεσολάβησε; Πολλά. Πού να σου λέω τώρα και να σε κουράζω και σένα, ξένο άνθρωπο.
Βαρέθηκα. Μπούχτισα. Biktim, που λένε και εις την γείτονα. Την εξ Ανατολών. Στην εκ Δυσμών τι ακριβώς λένε, θα σε γελάσω. Βίβα Μπερλουσκόνι ίσως. Εδώ ο κόσμος καίγεται (κυριολεκτικά), οι παγετώνες στις Άλπεις λιώνουν και οι Ιταλοί -λέει- ενδιαφέρονται περισσότερο για την προσωπική ζωή του πρωθυπουργού τους. Ντόλτσε βίτα, μια ζωή.
Θα μου πεις, γιατί εμείς τα ίδια δεν κάναμε με τον Ανδρέα και τη Μιμή; Μη σου πω και με τη διούρηση. Σε κάθε δελτίο ειδήσεων, είχαμε νεότερα από τα νεφρά του Παπανδρέου. "Ο πρωθυπουργός είχε άφθονη διούρηση, σύμφωνα με τους θεράποντες ιατρούς". Είναι είδηση αυτή τώρα για το βραδινό δελτίο; Όχι, σε ρωτάω ως τηλεθεατής και ως άνθρωπος. (Μη σου πω και ως πάλαι ποτέ φοιτητής Δημοσιογραφίας).
Πήγα και στρατό στο μεταξύ κι έχασα τη μπάλα. Πάει το εξάμηνο. Τουρίστας πήγα στην εξεταστική. Έβαλα και βερμούδα να μπω καλύτερα στο πετσί του ρόλου. "Πώς απ' τα μέρη μας, φαντάρε; - Είδα κόσμο και μπήκα". Πού καταντήσαμε λοχία, ποιος είσαι εσύ, ποιος είμαι εγώ. Ήταν και βαρύ το κλίμα σήμερα. Θρηνούσαμε τον βασιλιά της ποπ. Στο μεταξύ, κανένα από τα πιτσιρίκια εκεί μέσα δεν είχε γεννηθεί όταν μεσουρανούσε ο Μάικλ Τζάκσον. Μην κοιτάς εμένα. Εγώ είμαι άλλης γενιάς. Late bloomer.
Στα 38 αποφάσισα να σπουδάσω, στα 40 να πάω στρατό, άντε με το καλό να αποκατασταθώ κιόλας, να βρω μια καλή δουλειά, να ορθοποδήσω ως πολίτης. Ως καλός πολίτης, όπως μου εύχονται όλοι. Γιατί μέχρι τώρα ήμουν κακός, φαίνεται. Δεν έβλεπα αδιαμαρτύρητα όλα μου τα σίριαλ, δεν διάβαζα εφημερίδες, δεν ψήφιζα και ΔΕΝ έτρωγα τρία πορτοκάλια την ημέρα για να πάρω τις βιταμίνες μου. Γι' αυτό και την άρπαξα, φαίνεται.
Από δω και πέρα θα πάθω μετάλλαξη. Θα δηλώνω όλα μου τα εισοδήματα -ακόμα και το δεκάευρο που βρήκα πεταμένο στον δρόμο- θα ψηφίζω ένα από τα δύο κόμματα εξουσίας, θα παρακολουθώ ενημερωτικές εκπομπές και θα επιστρέψω στον δρόμο του Θεού. Εγώ και η Λουκά. Μαζί θα στηνόμαστε έξω από τις εκπομπές του Λαζόπουλου να φωνάζουμε "Μετανοείτε Χριστιανοί, διότι έχουν δύο χρόνια να με καλέσουν σε πάνελ κι έπαθα στερητικό, η θεούσα". Άσχετο -ο Θεός το ξέρει ότι η Λουκά ακολουθεί τον δρόμο του; Λέω. Και το 'χει πάρει καλά; Πολυεύσπλαχνος, πολυεύσπλαχνος (με χτίκιασε αυτή η λέξη), αλλά εδώ για ένα καπρίτσιο πέρασε τον Ιώβ από του λιναριού τα πάθη, στη Λουκά βρήκε να χαριστεί;
Πολύ τσαντίλα τον φανταζόμουν τον Θεό μικρός. Άκουγα ιστορίες από την Παλαιά Διαθήκη για πλημμύρες, κατακλυσμούς, πυρ και θειάφι, τη γυναίκα του Λωτ, τον Ιωνά που τον πέταξε στη θάλασσα να τόνε φαν τα ψάρια, τον Αυνάν που τον κατακεραύνωσε γιατί αρνήθηκε να γονιμοποιήσει τη γυναίκα του αδελφού του και σκόρπιζε τον σπόρο του στη γη (εξ ου και ο αυνανισμός. Άρα δεν είναι η πράξη αυτή καθεαυτή η αμαρτία. Όοοοοοχι! Το ότι πάει χαμένος ο σπόρος είναι το θέμα. Δεν είχε και τράπεζες σπέρματος βλέπεις τότε, οπότε στάχτη και πούλβερη ο Αυνάν).
Τέτοια άκουγα που λες και σάμπως να στραβοκοίταγα τη γιαγιά μου (μια από εκείνες τις γραφικές γριές που έχουν χαρτογραφήσει όλα τα μοναστήρια και τα ξωκλήσσια της Ελλάδας), η οποία επέμενε ότι ο Θεός είναι καλός, καταδεκτικός, συμπονετικός και πρόθυμος να συγχωρήσει τα πάντα. Ποια πάντα, ρε γιαγιά; Κοτζάμ Ιωνάς, μια φορά του είπε όχι του Μεγαλοδύναμου και τον έφαγε η μαρμάγκα -το κήτος, έστω. Μην πιάσω τα Σόδομα και τα Γόμορρα, τους Αιγύπτιους, τους Φιλισταίους. Ψυχή δεν είχαν αυτοί; Μανούλα δεν τους γέννησε; Έτσι είναι οι μεγαλόθυμοι και οι πολυεύσπλαχνοι; (Άντε πάλι).
Τέλος πάντων, εγώ κάποια στιγμή αποφάσισα ότι αν ο Θεός είναι αυτό που μας λένε οι Γραφές, τότε δεν είναι ένας, αλλά δύο, εκτός αν το Υπέρτατο Ον πάσχει από διχασμό προσωπικότητας. Άλλος της Παλαιάς, άλλος της Καινής. Άσπρο-μαύρο. Άσε που ποτέ μου δεν κατάλαβα πού βρήκε γυναίκα να παντρευτεί ο Κάιν, μετά που σκότωσε τον Άβελ. Διότι εμένα στα Θρησκευτικά μου μάθανε ότι ο Θεός έφτιαξε τους εξής δύο πρωτόπλαστους, τον Αδάμ και την Εύα (μετά κάτι μου ψιθύρισαν για τη Λίλιθ που τους βγήκε ερμαφρόδιτη και τη στείλανε στην Καζαμπλάνκα να κάνει επέμβαση επαναπροσδιορισμού φύλου).
Και ο Αδάμ πλησίασε με πονηρές διαθέσεις την Εύα με τα γνωστά αποτελέσματα και με την πάροδο του χρόνου απέκτησαν δυο γιους, δυο δυόσμους, δυο λαχτάρες. Τον Κάιν και τον Άβελ. Αλλά ο πρωτότοκος τους βγήκε λίγο ταμαχιάρης και για να μην μοιραστεί την κληρονομιά έφαγε λάχανο τον αδελφό του. Και μετανοημένος -λέει η Παλαιά Διαθήκη πάντα- έφυγε ανατολικά της Εδέμ, όπου παντρεύτηκε μια αδιόριστη επιλαχούσα του ΑΣΕΠ και απέκτησαν έναν γιο, τον Ενώχ. Για να ανακεφαλαιώσουμε λοιπόν: Δύο οι πρωτόπλαστοι, συν δυο οι γιοι τους, τέσσερις άνθρωποι στον πλανήτη, μείον ο Άβελ που τσακώθηκε με την παραγωγή και τον κόψανε από το σίριαλ, τρεις. Η γυναίκα του Κάιν πού βρέθηκε; Ε; Εκτός αν ήταν η Λίλιθ μετά την αλλαγή φύλου, κάποιος μας δουλεύει χοντρά.
Αλλά πού να τα πεις αυτά; Στη θρησκευτικού του σχολείου ή στη γιαγιά τη θεούσα; Θα έτρωγες ή αποβολή ή σφαλιάρα. Κι η αποβολή πάει στο διάολο. Αλλά η γιαγιά είχε και βαρύ χέρι. Το οποίο μύριζε και λιβάνι. Τα έκανα γαργάρα λοιπόν κι αυτά και άλλα παράλογα, μέχρι που έφτασα στην ηλικία να μπορώ να λέω αυτό που σκέφτομαι, χωρίς να με νοιάζει πώς θα φανεί στους άλλους. Όπως ας πούμε, ότι η ποίηση του Ελύτη είναι ακαταλαβίστικη. Ή ότι το "100 χρόνια μοναξιάς" είναι το δεύτερο πιο βαρετό βιβλίο που έχω διαβάσει στη ζωή μου. Με πρώτο, το κορυφαίο αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, σύμφωνα με το Harvard Review. Τον "Οδυσσέα", του Τζέιμς Τζόις.
Ή ότι παρόλο που μεγάλωσα τη δεκαετία του '80, όπου ήταν κατάπτυστο ν' ακούς ελληνικά, εκτός από κάτι κυριλέ έντεχνα, τύπου Γαλάνη -άντε στο τσακίρ κέφι Μαρινέλλα- εμένα άμα με πιάνουν τα ντέρτια μου, μερακλώνω με Πλούταρχο. ΟΚ; Κανένα πρόβλημα; Όποιου δεν του αρέσει, να μην με πάρει μαζί του την επόμενη φορά στο Μέγαρο.

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2009

2.gun

Όπου εγώ έπρεπε να διαβάζω τώρα. Για την εξεταστική. Αλλά είμαι άρρωστος. Καλοκαιριάτικα. Ξέρεις τι είναι να βράζει ο τόπος, ο κόσμος να πηγαίνει στις παραλίες μπας και δροσιστεί λιγάκι κι εσύ να τουρτουρίζεις; Και να κάθεσαι ντάλα μεσημέρι κουκουλωμένος με το μπουρνούζι ΚΑΙ με καλτσάκια ΚΑΙ τη μισή χαρτοβιομηχανία Θράκης σε χαρτομάντιλα; Summer colds are the worst γράφει ο Στίβεν Κινγκ στο The Stand. Βέβαια, εκεί τα συμπτώματα ήταν προάγγελος μιας παγκόσμιας επιδημίας που ξεκλήρησε το 99,9% της ανθρωπότητας. (Λες να μην είναι απλό κρυολόγημα τελικά; Κι αν είναι η γρίπη των χοίρων; Των πτηνών; Sars; Κοξάκι; Αυτό μου έλειπε τώρα. Ηρεμήσαμε από το μελάνωμα της αδελφής μου, θ' αρχίσω να πανικοβάλλομαι μήπως είμαι φορέας της νέας μάστιγας).

Κρίμα στα εμβόλια που μου έκαναν στον στρατό. Μα τέτοια γκαντεμιά; Εδώ μου έλεγαν ότι για δύο χρόνια δεν θα πάθαινα ούτε πονοκέφαλο κι εγώ μόλις απολύθηκα ταβλιάστηκα με 40 πυρετό. Τς τς τς. Τι να πεις; Σε τίποτε δεν μπορείς να έχεις εμπιστοσύνη πια. Κι ήθελα να φύγω κιόλας. Να πάω μερικές μέρες Κρήτη μετά το τελευταίο μάθημα. Όχι της εξεταστικής. Το τελευταίο που θα δώσω. Αν το δώσω τελικά. Γιατί στο χάλι που είμαι, δεν βλέπω σωτηρία. Μάλλον ΣΤΟ Σωτηρία με βλέπω.

(Ωραία. Τώρα άρχισα να ιδρώνω. Σπάει ο πυρετός, λένε. Και τα νεύρα μου μαζί. Άσε που κάποιος στον ακάλυπτο αποφάσισε να παραστήσει τον Πολ Μπάνιαν και κάτι πριονίζει από το πρωί. Θα μου πεις, υπάρχουν και χειρότερα. Θα μπορούσα να έχω κομπρεσέρ έξω από το παράθυρο). Αυτά τα Panadol Cold, μεγάλη μούφα. Μισό κουτί έχω πάρει από χθες και το μόνο που κατάφερα, είναι να μην με παίρνει ο ύπνος το βράδυ. Τι διάολο, καφεΐνη έχουν μέσα; Διάβαζα το Everything's Eventual μέχρι τα χαράματα. Γαρίδα το μάτι. Και το συνάχι, συνάχι.

Μάλιστα. Αφήσαμε τα πριόνια και πιάσαμε τα παιδικά τραγουδάκια. Απ' όλα έχει η γειτονιά μου. Για όλα τα γούστα. Και αλλοδαπούς που τσακώνονται σε ακατάληπτες γλώσσες και γιαγιάδες που πιάνουν την κουβέντα από μπαλκόνι σε μπαλκόνι (30 μέτρα απόσταση μιλάμε τώρα. "Γειάααααα σου Μαρίιιιιιιικααααααα! Τι φαΐ έφτιαξες σήμερααααααα;") και μουσικόφιλους φοιτητές -αν θεωρείται μουσική αυτό που ακούνε, πράγμα για το οποίο δεν παίρνω κι όρκο... Α, και παιδάκια. Πολλά παιδάκια. Όποιος λέει ότι έχουμε υπογεννητικότητα στην Ελλάδα, δεν έχει περάσει απ' τη γειτονιά μου. Εδώ μας περισσεύουν. Τόσο, που τα πετάμε και στα σκουπίδια, άμα λάχει. (Θυμάστε ένα περιστατικό με μια Φιλιπινέζα που πέταξε το μωρό της στον σκουπιδοτενεκέ; Κι ευτυχώς, το βρήκαν ζωντανό κάποιοι περαστικοί; Στον δρόμο μου έγινε. Λίγο πιο πάνω). Άσχετο: Το Φιλιπινέζα θέλει δύο "π"; Δύο λάμδα; Δύο "ν"; Βλέπεις τι παθαίνω με τα τούρκικα; Αντί να μάθω άλλη μια γλώσσα, θα ξεχάσω κι αυτές που ξέρω...

Άντε, πάω ν' ανοίξω κανένα βιβλίο. Για το ονόρε δηλαδή, όχι ότι θα διαβάσω. Τι να διαβάσω, που έτσι που το πάω, σε λίγο θα μου διαβάσουν τα άχραντα μυστήρια. Α στα διάλα πια.

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2009

1.gun

Βραδάκι, Δευτέρα 6 Αυγούστου 2007, Κωνσταντινούπολη. Μια γειτονιά στις ανηφοριές του Πέρα. Κάποτε ελληνική. Τώρα… Μες τη μαντίλα και το ορθόδοξο Ισλάμ. Ούτε να κυκλοφορούμε μες το σπίτι με τα σώβρακα δεν μπορούμε. Το καλντερίμι για να βγεις στην Ιστικλάλ, Γολγοθάς σκέτος. Ορειβασία του κερατά. Πίστα για δυνατούς παίχτες – αλπινιστές συγκεκριμένα. Παντού μυρωδιές από σκόρδο και μπαχάρια. Μούχλα, υγρασία και μια ακαθόριστη οσμή κλεισούρας, σκουπιδιών και ξινισμένου ιδρώτα. Φτωχομαχαλάς. Αλλά με θέα.

Δωμάτιο με θέα. Εκείνο το δωμάτιο, ήταν στη Φλωρεντία. Αυτό, στο Τοπχανέ. Εις την Πόλιν. Κι η ημισέληνος στο βάθος. Πάντα υπάρχει μια ημισέληνος στο βάθος. Για να μην ξεχνιόμαστε. Η Σταμπούλ που θέλει να ξαναγίνει Κωνσταντινούπολη. Πολιτιστική προωτεύουσα της Ευρώπης για το 2010. Καθαρίζουν μανιωδώς τους δρόμους, αλλά σκουπιδοτενεκέδες… γιόκ. Τους μαζέψανε μετά τις τελευταίες βόμβες. Μαυροντυμένοι αστυνομικοί περιπολούν το Μπέιογλου με τ’ αυτόματα στο χέρι, ακροβολισμένοι. Δεν αστειεύονται. Σε πλακώνουν μέχρι να πεις «μπιρ Αλλάχ». Ένας είναι ο Αλλάχ.

Και θαυμαστά τα έργα του… Κάποιος μου έλεγε ότι θεωρούνται η πιο σκληρή αστυνομική ομάδα στον κόσμο. Ο Άλεξ νομίζω. Ένας Γερμανός από τη σχολή. Θρύλοι και παραδόσεις. Θρύλος νούμερο ένα: Η Κωνσταντινούπολη είναι φτηνή. Ναι, αν θεωρείς 10 λίρες για έναν καφέ καλή τιμή. 7 ευρώ δηλαδή. Και κάτι ψιλά. Ορίστε; Πας σε μπαρ, ζητάς φιστίκια, στα φέρνουν και μετά στα χρεώνουν 4 λίρες. 2,5 ευρώπουλα, έτσι για πουρμπουάρ. Ένα μπουκάλι τζιν σε κάβα, 45 λίρες. 30 ευρώ περίπου.

Θρύλος νούμερο δύο: Οι Τούρκοι είναι ωραίοι άντρες. Άμα σ’ αρέσουν οι μαυριδεροί, μεσανατολίτες, με τη μπάκα και το στιλάκι δεκαετίας του ’80, σαν τον Πάνο Μιχαλόπουλο σε βιντεοταινία του Δαλιανίδη, πάω πάσο. Εμένα πάλι όχι. Γιόκ. Θρύλος νούμερο τρία: Το καλοκαίρι βρωμάει ο Βόσπορος. Ψέματα. Πιο πολύ βρωμάει το Μικρολίμανο. Κι η ζέστη δεν είναι αφόρητη. Σπάνια ξεπερνάει τους 32, 33 βαθμούς. Όχι σαν την Αθήνα που τον Ιούλιο χτύπησε πενήντα. 52 για την ακρίβεια.

Να μου πεις υγρασία, να σου πω μάλιστα. Τρελή. Τσοκ νεμλί. Κολλάς ολόκληρος. Όπως σήμερα, ας πούμε. Γυναίκες ωραίες, έχει. Και τα πιτσιρίκια είναι νόστιμα. Κάτι παθαίνουν όταν τριανταρίζουν φαίνεται. Μετάλλαξη. Παχαίνουν, φαλακραίνουν και ντύνονται σαν τον πατέρα τους. Χωρίς το φέσι. Που το απαγόρευσε ο Κεμάλ, το ’34. Κάποιοι έχουν ωραία μάτια πάντως. Μελιά ή πράσινα. Αλλά τι να το κάνεις; Το υπόλοιπο θυμίζει Ζεφύρι.

Και το νερό, νεράκι. Έχουμε -λέει- νερό για δυο-τρεις μήνες ακόμα. Και γίνονται συνέχεια διακοπές. Και στο νερό και στο ρεύμα. Τώρα που το θυμήθηκα, να κάνω κι ένα save, να μου βρίσκεται. Της βρύσης, ούτε να πεθαίνεις της δίψας δεν πίνεται. Μπάνιο κάνεις και μυρίζει τενεκεδίλα. Και σκουριά. Μόνο οι γάτες του δρόμου το πίνουν. Οι άπειρες γάτες του δρόμου.

Κάποτε, λέει, η Κωνσταντινούπολη ήταν γεμάτη αδέσποτα σκυλιά, που γύριζαν σε αγέλες και χύμαγαν σ’ όποιον έβρισκαν. Χωρίς μπαστούνι, δεν έβγαινες απ’ το σπίτι. Θα σε τρώγανε ζωντανό οι κοπρίτες. Μέχρι που κάποιος σουλτάνος, δεν θυμάμαι τώρα ποιος, έβγαλε φιρμάνι και τα μαζέψανε. Μη φανταστείς Φιλοζωικές και τέτοια. Μπα. Τα μπαρκάρανε σ’ ένα ξερονήσι στον κόλπο του Μαρμαρά και τ’ αφήσανε να ψοφήσουν της πείνας. Τ’ άκουγες ν’ αλυχτάνε μέχρι την Πόλη, γράφουν κάποιοι ξένοι περιηγητές της εποχής.

Τώρα πια, τη θέση τους πήραν οι γάτες. Την αποκαλούν «Κεντί σεχίρ» -η Πόλη με τις γάτες. Δεν έχω δει περισσότερα γατιά στη ζωή μου. Κάθε είδους, μεγέθους και χρώματος. Τουλάχιστον αυτά δεν ορμάνε. Υπάρχει κι ένα πάρκο, στο Τσιχανγκίρ, που το λένε Κεντί Παρκί –Γατόπαρκο σαν να λέμε. Το βασίλειο των αδέσποτων. Κρέμονται σαν τα τσαμπιά από παντού.

(Γαμώ τον μουεζίνη μου, γαμώ. Ξανάρχισε το βιολί του. Κι είναι και παράφωνος. Λες και του δίνει κανένας σημασία. Δεν είδα και κανέναν να μπρουμουτιάζεται για να κάνει μετάνοιες. Στην Ιορδανία, παρατάγανε τις δουλειές τους και πέφτανε στα τέσσερα. Καταμεσίς του δρόμου).


Κι όλα τριγύρω αλλάζουνε, κι όλα τα ίδια μένουν. Σαν τη ζωή μου. Σαν τη θέα απέναντι. Ίδιος Βόσπορος, ίδια σημαία, ίδια βουνά στο βάθος. Τα Πριγκιπόνησα είναι, λέει η Ρουσγκιάρ. Κι ο ίδιος μουεζίνης, πιστός στο ραντεβού του. Να καλεί τους πιστούς για το ναμάζι. Με τα ίδια λόγια, από καταβολής Ισλάμ. Που κανείς δεν καταλαβαίνει, αλλά όλοι ξέρουν τι σημαίνουν. Έτσι μου είπε η Ρουσγκιάρ. Ο Γιάννης. Έτσι τη λέω, γιατί κάθε τρεις λέξεις, πετάει κι ένα «γιάνι», που θα πει «δηλαδή» στα Τούρκικα. Κρίμα, κι έχει τόσο ωραίο όνομα: Άνεμος.

Και η ίδια πίκρα, ο ίδιος κόμπος στο στομάχι… Έτσι θα είναι πάντα τα πράγματα; Οι άλλοι θα ζουν κι εγώ θα γράφω; Αυτά που ζουν οι άλλοι; Σκατά. Μποκού γεντίκ. Και θα ήταν τόσο απλό, τόσο εύκολο… Ένα μήνυμα, μόνο. Δύο λέξεις. «Και μένα». Άντε τέσσερις. «Κι εμένα μου λείπεις». Θα πέταγα τώρα. Ενώ κάθομαι σ’ ένα σαλόνι γεμάτο ναπολιτάνους και προσπαθώ να συνεννοηθώ με τα Ιταλικά άνευ διδασκάλου που έμαθα ένα καλοκαίρι στον Ωρωπό.

Το είπα εγώ: Ιταλικά θα μάθω, Γερμανικά έχω αρχίσει να τα ξαναθυμάμαι με τόσους Γερμανούς στην τάξη… Τούρκικα, χλωμό το κόβω. Με ποιόν να μιλήσω Τούρκικα σε τελική ανάλυση; Με τη μαμά του Αλεσάντρο από τη Βία Παρτενόπε; Που δεν θυμάμαι καν τ’ όνομά της; Ο πύργος της Βαβέλ, το διαμέρισμα της Κουμπαραντζί Γιοκουσού και Σερνταρί Εκρέμ γωνία. Ότι θες ακούς. Κι ότι θες καταλαβαίνεις. Κυρίως το δεύτερο.

Τους έβαλα και Ιταλικά τραγούδια, να χαρούν εδώ στα ξένα που ήρθαν. Μην τους λείψει η πατρίδα. Μπας και μ’ αφήσουν στην ησυχία μου να γράψω τ’απομνημονεύματά μου. Τα ημερολόγια καταστρώματος του Σεφέρη. Το τρίτο Νόμπελ της Ελλάδας σαν να λέμε. Τρομάρα μου.