Κυριακή 28 Ιουνίου 2009

5.gun

Κυριακή πρωί. Κι η φύσις ησυχάζει. Εκτός από μένα. (Και κάτι βλαμμένα περιστέρια που ερωτοτροπούν ασύστολα στο μπαλκόνι μου. Και μου τη δίνουν. Γιατί είναι και η μοναδική ερωτική δραστηριότητα που εκτυλίσσεται στο σπίτι τον τελευταίο καιρό. Να μην κουτσούλαγαν τον τόπο τουλάχιστον...).
Διότι εγώ είμαι και ανήσυχος άνθρωπος από γεννησιμιού μου. Μια ζωή στη γύρα. Αφού -λέει η μάνα μου- μικρός σηκωνόμουν τα βράδια και έβγαινα από το σπίτι για βόλτα. Έτσι, να περπατήσω λίγο να ξεμουδιάσω, βρε αδελφέ. Μια φορά με μάζεψε ένας γείτονας και με πήγε πακέτο. "Δικό σας είναι αυτό; Το βρήκα να περιπλανιέται με τις πιτζάμες". Δεν λες πάλι καλά που ήταν ο γείτονας κι όχι ο Δράκος της περιφερείας μας; Αλβανούς δεν είχαμε τότε. Άλλες εποχές. Πιο αθώες (;).
Μετά αρχίσαν να κλειδώνουν τις πόρτες και οι νυχτερινές μου εξορμήσεις διακόπηκαν απότομα. Μεγαλώνοντας, άρχισα άλλο βιολί. Κάθε καλοκαίρι, το δισάκι μου στον ώμο, για τον δρόμο, για τον δρόμο. Μια σκηνή, ένα σλίπινγκ μπαγκ και θερινή τουρνέ στα νησιά. Από λεφτά, ότι είχα μαζέψει όλο τον χειμώνα. Όταν άρχιζαν να τελειώνουν, μια μερίδα τηγανητές πατάτες και μια κονσέρβα τόνου -ημερήσιο συσσίτιο. Άντε, άμα ήθελα να το ρίξω έξω, και μια μπίρα. Μεγαλεία.
Κάτι μου έλειπε πάντα. Κάτι έψαχνα. Κάπου αλλού -ποτέ εκεί που ήμουνα. Πάντα κάπου αλλού. Μια τάση φυγής. Να φύγω ("να πληρώσουμε Νίκο μου, να φύγουμε..."). Ακόμα και τώρα. Που πάτησα τα 40. Και τα ξενύχιασα. Πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι, έλεγε η γιαγιά μου -όπως και πολλές άλλες γιαγιάδες φαντάζομαι. "Έχεις όλη τη ζωή μπροστά σου" μου έλεγαν οι δικοί μου, όταν ξεκίναγα για Ίντερ-ρέιλ. "Κάνεις και λες θα πεθάνεις αύριο και θες να τα προλάβεις όλα". Έτσι ήταν. Αυτό θυμάμαι από παιδί. Μια λαχτάρα, μια ανυπομονησία να κάνω όσα περισσότερα μπορώ, όσο πιο γρήγορα γίνεται.
Το ίδιο κάνω και στη ζωή μου. Δέκα πράγματα ταυτόχρονα. Δυο-τρεις δουλειές, συν σπουδές, συν γλώσσες, συν ό,τι φανεί στον Λωλοστεφανή: πότε γυμναστήριο, πότε γιόγκα, πιλάτες, σιάτσου. Να γεμίσει η μέρα. Για το φετινό καλοκαίρι, είχα κανονίσει τόσα πράγματα, που στο τέλος αγχώθηκα μέχρι κι εγώ. Κάτι πρέπει ν' αφήσω, δεν γίνεται. Αλλιώς, θ' αφήσω τα κόκαλά μου. Είμαι και μεγάλος άνθρωπος πια. Πού να τα προλάβω όλα;
Δεν μου φτάνουν, βλέπεις. Όσα κι αν έχω, ό,τι κι αν κάνω. Πάντα θέλω κάτι παραπάνω, κάτι διαφορετικό, καινούργιο. Μεγάλη γοητεία το καινούργιο. ("Το καινούργιο πράγμα, είναι άλλο πράγμα". Ποια το 'λεγε αυτό; Η Ελένη Δήμου;). Βλέπω κατά καιρούς κάτι ερωτηματολόγια, από αυτά που σου ζητάνε να γράψεις τις προτιμήσεις σου σε πράγματα που ποτέ, κανέναν δεν ενδιαφέρουν -ή δε θα έπρεπε να ενδιαφέρουν. Όπως, ποιο είναι το αγαπημένο σου χρώμα. Ή το αγαπημένο σου ζώο. Γιατί, ρε φίλε, θα μου το κάνεις δώρο στη γιορτή μου; Στο αγαπημένο μου χρώμα κιόλας;
Τέλος πάντων, σ' αυτές τις ερωτήσεις, εγώ δεν ξέρω ποτέ τι ν' απαντήσω. "Αγαπημένος προορισμός;". Αυτός που δεν έχω πάει ακόμα. "Αγαπημένο κατοικίδιο"; Αυτό που τυχαίνει να έχω εκείνη την περίοδο. "Αγαπημένο τραγούδι;". Ανάλογα με τα κέφια μου. Από Κόουλ Πόρτερ μέχρι Θεοφάνους. Κι όλα τα ενδιάμεσα. Και παλιά και σύγχρονα και ξένα και ελληνικά και κλασική μουσική και πολυφωνικά Ηπειρώτικα. Ο,τι βάλει ο κάθε αρρωστημένος νους. "Αγαπημένο ρούχο"; Αυτό που μόλις αγόρασα και δεν έχω φορέσει ακόμα. Το καινούργιο. Που δεν πρόλαβα να βαρεθώ ακόμα.
Γιατί βαριέμαι. Πολύ. Κι εύκολα. Γι' αυτό μάλλον ψάχνω να γεμίζω τη μέρα μου με δραστηριότητες. Και θέλω διαρκώς να είμαι σε κίνηση. Και να φεύγω. Σ' άλλη γη, σ' άλλα μέρη. Που κανέναν δεν ξέρουμε και κανείς δεν μας ξέρει. Αν για τους άλλους άντρες η καρδιά περνάει από το στομάχι, ο δρόμος για τη δική μου είναι οι διαρκείς εναλλαγές. Η έκπληξη, το αναπάντεχο, το απρόβλεπτο. Το διαφορετικό. Το καινούργιο.

Σάββατο 27 Ιουνίου 2009

4.gun

Τι τά 'θελα τα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια χθες βράδυ; Δεν καθόμουν αγκαλιά με τη θερμοφόρα μου, να πιω κάνα ζεστό μπας και συνέλθω; Χάλια ξύπνησα σήμερα. Βήχω σαν φυματικός λίγο πριν τις αιμοπτύσεις και νιώθω σαν να 'χω καταπιεί σπασμένα γυαλιά. Άσε η τρομάρα που πήρα αξημέρωτα. Κάποιος χαρχάλευε την κλειδαριά. Ανοίγω το μάτι και περιμένω. Ακούω την πόρτα ν' ανοίγει. Πιάνω το κινητό και στήνομαι πίσω από την πόρτα. Ακούω ψιθύρους στο γραφείο (Γραφείο, αποκαλώ συνθηματικά το χολ του σπιτιού, όπου έχω βάλει το... γραφείο μου). Ωραία λέω, είναι και δύο. Και δεν μου βρίσκεται πρόχειρο τίποτε βαρύ. Η Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας του Μάνσελ μόνο, στο κομοδίνο. Βαριά η γνώση, δεν λέω, αλλά το βιβλίο τι να ζυγίζει; Ένα κιλό-σκάρτο.
Μωρέ σαν γυναικείες να είναι οι φωνές. Εκεί φτάσαμε λοιπόν; Ιδού τα αποτελέσματα της γυναικείας χειραφέτησης, κυρία Καλιρρόη Παρέν μου. Τα βλέπετε; Αμ δεν τα βλέπετε. Γιατί προλάβατε κι αποδημήσατε εις Κύριον, πριν δείτε την κατάντια του φύλου σας. Και του φίλου σας. Εμού του ιδίου. Με τα σώβρακα, να τουρτουρίζω από τον πυρετό και να κρατάω στο χέρι το Sony Ericsson ως σανίδα σωτηρίας. Για να πάρω ποιον; Την Άμεσο Δράση; Να με βάλουν στην αναμονή ή ακόμα χειρότερα, να μου βγει κανένα μαγνητοφωνημένο μήνυμα "Αν θέλετε να δηλώσετε απώλεια προσωπικών αντικειμένων, παρακαλώ, πιέστε το 1. Για καταγγελία εξύβρυσης, πιέστε το 2. Για σωματικές βλάβες ή βιασμό, πιέστε το 3..."; Μέχρι να φτάσουμε στη διάρρηξη, θα μου έχουν πάρει και τα σώβρακα, μη σου πω και το κινητό μαζί.
Η μια δεν τα μίλαγε καλά τα ελληνικά. Κάτι σπαστά έλεγε. "Κουζίνα βάλει καλύτερα, τέλει ψυγκείο". Ποιο πράγμα θέλει ψυγείο; Το πτώμα μου; Σιγά ρε κορίτσια, ψυχραιμία. Άσε που δεν χωράει. Εντάξει, μπορεί να μην είμαι ο Φασούλας, αλλά δεν είμαι και μισή μερίδα, να με βάλεις στο τάπερ. "Όχι Αντριάννα, τη σούπα να την αφήσουμε έξω, να τη βρει λίγο ζεστή το πρωί που θα ξυπνήσει". Σούπα; Ζεστή; Ρε μάνα, εσύ είσαι και με κοψοχόλιασες πρωινιάτικο; Η Μάνα. Όχι του Γκόρκι, η δικιά μου. Του δειλινού η καμπάνα. Πήρε χθες να ρωτήσει πώς είμαι και της είπα ότι είμαι αδιάθετος -αν της έλεγα άρρωστος, με πυρετό και τέτοια θα μου είχε κλείσει ράντζο στον Άγιο Σάββα, δεν τίθεται θέμα.
Μέγα σφάλμα. Διότι μάνα είναι μόνο μια και αυτή η μια αποφάσισε ότι ο κανακάρης της πρέπει να έχει ζεστή κοτόσουπα και βραστό κοτοπουλάκι με φιδέ για να συνέλθει το μανάρι της. Δεν σκέφτηκε να με ενημερώσει όμως. Της ήρθε η έμπενυση να μου φέρει το συσσίτιο και πήρε μαζί για συνεργό τη γυναίκα που έχει τα κλειδιά του σπιτιού. Για να έρχεται να καθαρίζει η Χριστιανή, όχι για να μου κάνει μεταμεσονύκτιες επισκέψεις.
Μάνα και Αντριάννα λοιπόν, κάνουν έφοδο στην κουζίνα, η Αντριάννα στραβομουτσούνιασε βλέποντας τα άπλυτα στον νιπτήρα, η μάνα μου κάτι είπε που κοιμάμαι γυμνός και δεν σκεπάζομαι "...θέλω να πάθω καμιά πνευμονία, να τρέχουμε μετά; Βέβαια, τι με νοιάζει εμένα, εγώ θα τρέχω; Εκείνη θα τα περάσει όλα. Αλλά έτσι ήμουν, από μικρός. Τώρα θα με μάθει; Δεν φταίει όμως κανείς άλλος, όοοοοοοοχι, εκείνη φταίει που έγινε θυσία τόσα χρόνια και πού είναι το ευχαριστώ;...". Something along those lines.
Και πρέπει να τρέχω και στο Σύνταγμα να περιμαζέψω τον Αυστραλό τουρίστα. The mate from down under. Για χάρη του βγήκα χθες, δηλαδή. Ας όψεται που θέλω να του νοικιάσω το σπίτι για το καλοκαίρι, αλλιώς... Και θα μου έρθει σήμερα να το δει από κοντά, να αποφασίσει αν έχει καλό φενγκ σούι. Δε βαριέσαι, είτε έτσι, είτε αλλιώς να έρθει να ξεμπερδεύουμε. Καλό παιδάκι φαίνεται. Κυρία. Κυριολεκτικά. Μόνο το ταγιεράκι του λείπει. (Αμάν, έλεγα στον Αντρέα χθες, θα μου το κάνει το σπίτι Δελφινάριο. Μες το πούπουλο και την παγιέτα).
Η διαχειρίστρια θα πάθει πολιτισμικό σοκ. "Σαν τι μέρος του λόγου είσαι εσύ ρε παλικάρι;". "Αυστραλός, κυρία Άννα, ξέρετε, από την Αυστραλία; Που έχει τα καγκουρό;". "Μωρέ, έτσι τους φτιάχνουν εκεί κάτω; Να τους χαίρεται η μανούλα τους". "Μην το λέτε, είναι βέβαια λίγο... χμ... χαριτωμένος, αλλά είναι καλό παιδί". "Τι χαριτωμένος, παιδί μου; Αυτός κουνιέται και λυγιέται σαν να περνάει το Κάβο Ντ' Όρο, ήμαρτον Παναγία μου, μαγαρίστηκα Σαββατιάτικα".
Θα τόνε βλέπει στο ασανσέρ και θα λιβανίζει τους διαδρόμους. Άσε οι υπόλοιπες γριές της πολυκατοικίας. Που είναι και πολλές. (Τελικά έχουν δίκιο που λένε ότι οι γυναίκες ζουν περισσότερο από τους άντρες. Τίγκα στις χήρες είμαστε εδώ μέσα. Χήρος ούτε ένας, για δείγμα). Θα βρουν καινούργιο χόμπι, τώρα που σταματάνε και τα πρωινάδικα. Ποια Λαμπίρη και Κοιτάω Μπροστά μου λες εσύ τώρα... Με τον Λίαμ θα βρουν μαλλί να ξάνουν όλο το καλοκαίρι. Εισιτήρια θα κόβει η κυρά-Μαριάνθη από δίπλα. Που είναι κι ελαφρώς κουφή. (Καλημέρα της λες, "Μπα, καιρό έχω να τον δω" σου απαντάει).
Μην αρχίσει μόνο να κουβαλάει τίποτε μπετατζήδες εδώ μέσα και μου κάνει το δυάρι γκαρσονιέρα. Άλλος για τη βάρκα μας, ένα πράγμα. Θα γίνουμε νούμερο σ' όλη την Κομνηνών. Αχ, ας μην είχα ανάγκη τα λεφτά για να πάω στην Τουρκία και σου 'λεγα εγώ. Άτιμη κοινωνία. Που άλλους τους ανεβάζεις κι άλλους τους ρίχνεις στα ξένα χέρια. Που είναι και μαχαίρια. Αν και στην περίπτωση του Λίαμ, μάλλον ψαλιδάκι για μανικιούρ είναι.

Παρασκευή 26 Ιουνίου 2009

3. gun

Δεν το άνοιξα τελικά. Το βιβλίο. Εξ ου και πρόκοψα στα γραπτά σήμερα. Δε βαριέσαι. Και μέχρι τώρα που δεν χρωστούσα μάθημα, τι κατάλαβα; Λες και θα παρω υποτροφία. Το πολύ-πολύ να πάρω καμιά γλάστρα και λίγο λίπασμα, ως φυτό που με λέγαν οι συμφοιτητές μου. Τι μεσολάβησε; Πολλά. Πού να σου λέω τώρα και να σε κουράζω και σένα, ξένο άνθρωπο.
Βαρέθηκα. Μπούχτισα. Biktim, που λένε και εις την γείτονα. Την εξ Ανατολών. Στην εκ Δυσμών τι ακριβώς λένε, θα σε γελάσω. Βίβα Μπερλουσκόνι ίσως. Εδώ ο κόσμος καίγεται (κυριολεκτικά), οι παγετώνες στις Άλπεις λιώνουν και οι Ιταλοί -λέει- ενδιαφέρονται περισσότερο για την προσωπική ζωή του πρωθυπουργού τους. Ντόλτσε βίτα, μια ζωή.
Θα μου πεις, γιατί εμείς τα ίδια δεν κάναμε με τον Ανδρέα και τη Μιμή; Μη σου πω και με τη διούρηση. Σε κάθε δελτίο ειδήσεων, είχαμε νεότερα από τα νεφρά του Παπανδρέου. "Ο πρωθυπουργός είχε άφθονη διούρηση, σύμφωνα με τους θεράποντες ιατρούς". Είναι είδηση αυτή τώρα για το βραδινό δελτίο; Όχι, σε ρωτάω ως τηλεθεατής και ως άνθρωπος. (Μη σου πω και ως πάλαι ποτέ φοιτητής Δημοσιογραφίας).
Πήγα και στρατό στο μεταξύ κι έχασα τη μπάλα. Πάει το εξάμηνο. Τουρίστας πήγα στην εξεταστική. Έβαλα και βερμούδα να μπω καλύτερα στο πετσί του ρόλου. "Πώς απ' τα μέρη μας, φαντάρε; - Είδα κόσμο και μπήκα". Πού καταντήσαμε λοχία, ποιος είσαι εσύ, ποιος είμαι εγώ. Ήταν και βαρύ το κλίμα σήμερα. Θρηνούσαμε τον βασιλιά της ποπ. Στο μεταξύ, κανένα από τα πιτσιρίκια εκεί μέσα δεν είχε γεννηθεί όταν μεσουρανούσε ο Μάικλ Τζάκσον. Μην κοιτάς εμένα. Εγώ είμαι άλλης γενιάς. Late bloomer.
Στα 38 αποφάσισα να σπουδάσω, στα 40 να πάω στρατό, άντε με το καλό να αποκατασταθώ κιόλας, να βρω μια καλή δουλειά, να ορθοποδήσω ως πολίτης. Ως καλός πολίτης, όπως μου εύχονται όλοι. Γιατί μέχρι τώρα ήμουν κακός, φαίνεται. Δεν έβλεπα αδιαμαρτύρητα όλα μου τα σίριαλ, δεν διάβαζα εφημερίδες, δεν ψήφιζα και ΔΕΝ έτρωγα τρία πορτοκάλια την ημέρα για να πάρω τις βιταμίνες μου. Γι' αυτό και την άρπαξα, φαίνεται.
Από δω και πέρα θα πάθω μετάλλαξη. Θα δηλώνω όλα μου τα εισοδήματα -ακόμα και το δεκάευρο που βρήκα πεταμένο στον δρόμο- θα ψηφίζω ένα από τα δύο κόμματα εξουσίας, θα παρακολουθώ ενημερωτικές εκπομπές και θα επιστρέψω στον δρόμο του Θεού. Εγώ και η Λουκά. Μαζί θα στηνόμαστε έξω από τις εκπομπές του Λαζόπουλου να φωνάζουμε "Μετανοείτε Χριστιανοί, διότι έχουν δύο χρόνια να με καλέσουν σε πάνελ κι έπαθα στερητικό, η θεούσα". Άσχετο -ο Θεός το ξέρει ότι η Λουκά ακολουθεί τον δρόμο του; Λέω. Και το 'χει πάρει καλά; Πολυεύσπλαχνος, πολυεύσπλαχνος (με χτίκιασε αυτή η λέξη), αλλά εδώ για ένα καπρίτσιο πέρασε τον Ιώβ από του λιναριού τα πάθη, στη Λουκά βρήκε να χαριστεί;
Πολύ τσαντίλα τον φανταζόμουν τον Θεό μικρός. Άκουγα ιστορίες από την Παλαιά Διαθήκη για πλημμύρες, κατακλυσμούς, πυρ και θειάφι, τη γυναίκα του Λωτ, τον Ιωνά που τον πέταξε στη θάλασσα να τόνε φαν τα ψάρια, τον Αυνάν που τον κατακεραύνωσε γιατί αρνήθηκε να γονιμοποιήσει τη γυναίκα του αδελφού του και σκόρπιζε τον σπόρο του στη γη (εξ ου και ο αυνανισμός. Άρα δεν είναι η πράξη αυτή καθεαυτή η αμαρτία. Όοοοοοχι! Το ότι πάει χαμένος ο σπόρος είναι το θέμα. Δεν είχε και τράπεζες σπέρματος βλέπεις τότε, οπότε στάχτη και πούλβερη ο Αυνάν).
Τέτοια άκουγα που λες και σάμπως να στραβοκοίταγα τη γιαγιά μου (μια από εκείνες τις γραφικές γριές που έχουν χαρτογραφήσει όλα τα μοναστήρια και τα ξωκλήσσια της Ελλάδας), η οποία επέμενε ότι ο Θεός είναι καλός, καταδεκτικός, συμπονετικός και πρόθυμος να συγχωρήσει τα πάντα. Ποια πάντα, ρε γιαγιά; Κοτζάμ Ιωνάς, μια φορά του είπε όχι του Μεγαλοδύναμου και τον έφαγε η μαρμάγκα -το κήτος, έστω. Μην πιάσω τα Σόδομα και τα Γόμορρα, τους Αιγύπτιους, τους Φιλισταίους. Ψυχή δεν είχαν αυτοί; Μανούλα δεν τους γέννησε; Έτσι είναι οι μεγαλόθυμοι και οι πολυεύσπλαχνοι; (Άντε πάλι).
Τέλος πάντων, εγώ κάποια στιγμή αποφάσισα ότι αν ο Θεός είναι αυτό που μας λένε οι Γραφές, τότε δεν είναι ένας, αλλά δύο, εκτός αν το Υπέρτατο Ον πάσχει από διχασμό προσωπικότητας. Άλλος της Παλαιάς, άλλος της Καινής. Άσπρο-μαύρο. Άσε που ποτέ μου δεν κατάλαβα πού βρήκε γυναίκα να παντρευτεί ο Κάιν, μετά που σκότωσε τον Άβελ. Διότι εμένα στα Θρησκευτικά μου μάθανε ότι ο Θεός έφτιαξε τους εξής δύο πρωτόπλαστους, τον Αδάμ και την Εύα (μετά κάτι μου ψιθύρισαν για τη Λίλιθ που τους βγήκε ερμαφρόδιτη και τη στείλανε στην Καζαμπλάνκα να κάνει επέμβαση επαναπροσδιορισμού φύλου).
Και ο Αδάμ πλησίασε με πονηρές διαθέσεις την Εύα με τα γνωστά αποτελέσματα και με την πάροδο του χρόνου απέκτησαν δυο γιους, δυο δυόσμους, δυο λαχτάρες. Τον Κάιν και τον Άβελ. Αλλά ο πρωτότοκος τους βγήκε λίγο ταμαχιάρης και για να μην μοιραστεί την κληρονομιά έφαγε λάχανο τον αδελφό του. Και μετανοημένος -λέει η Παλαιά Διαθήκη πάντα- έφυγε ανατολικά της Εδέμ, όπου παντρεύτηκε μια αδιόριστη επιλαχούσα του ΑΣΕΠ και απέκτησαν έναν γιο, τον Ενώχ. Για να ανακεφαλαιώσουμε λοιπόν: Δύο οι πρωτόπλαστοι, συν δυο οι γιοι τους, τέσσερις άνθρωποι στον πλανήτη, μείον ο Άβελ που τσακώθηκε με την παραγωγή και τον κόψανε από το σίριαλ, τρεις. Η γυναίκα του Κάιν πού βρέθηκε; Ε; Εκτός αν ήταν η Λίλιθ μετά την αλλαγή φύλου, κάποιος μας δουλεύει χοντρά.
Αλλά πού να τα πεις αυτά; Στη θρησκευτικού του σχολείου ή στη γιαγιά τη θεούσα; Θα έτρωγες ή αποβολή ή σφαλιάρα. Κι η αποβολή πάει στο διάολο. Αλλά η γιαγιά είχε και βαρύ χέρι. Το οποίο μύριζε και λιβάνι. Τα έκανα γαργάρα λοιπόν κι αυτά και άλλα παράλογα, μέχρι που έφτασα στην ηλικία να μπορώ να λέω αυτό που σκέφτομαι, χωρίς να με νοιάζει πώς θα φανεί στους άλλους. Όπως ας πούμε, ότι η ποίηση του Ελύτη είναι ακαταλαβίστικη. Ή ότι το "100 χρόνια μοναξιάς" είναι το δεύτερο πιο βαρετό βιβλίο που έχω διαβάσει στη ζωή μου. Με πρώτο, το κορυφαίο αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, σύμφωνα με το Harvard Review. Τον "Οδυσσέα", του Τζέιμς Τζόις.
Ή ότι παρόλο που μεγάλωσα τη δεκαετία του '80, όπου ήταν κατάπτυστο ν' ακούς ελληνικά, εκτός από κάτι κυριλέ έντεχνα, τύπου Γαλάνη -άντε στο τσακίρ κέφι Μαρινέλλα- εμένα άμα με πιάνουν τα ντέρτια μου, μερακλώνω με Πλούταρχο. ΟΚ; Κανένα πρόβλημα; Όποιου δεν του αρέσει, να μην με πάρει μαζί του την επόμενη φορά στο Μέγαρο.

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2009

2.gun

Όπου εγώ έπρεπε να διαβάζω τώρα. Για την εξεταστική. Αλλά είμαι άρρωστος. Καλοκαιριάτικα. Ξέρεις τι είναι να βράζει ο τόπος, ο κόσμος να πηγαίνει στις παραλίες μπας και δροσιστεί λιγάκι κι εσύ να τουρτουρίζεις; Και να κάθεσαι ντάλα μεσημέρι κουκουλωμένος με το μπουρνούζι ΚΑΙ με καλτσάκια ΚΑΙ τη μισή χαρτοβιομηχανία Θράκης σε χαρτομάντιλα; Summer colds are the worst γράφει ο Στίβεν Κινγκ στο The Stand. Βέβαια, εκεί τα συμπτώματα ήταν προάγγελος μιας παγκόσμιας επιδημίας που ξεκλήρησε το 99,9% της ανθρωπότητας. (Λες να μην είναι απλό κρυολόγημα τελικά; Κι αν είναι η γρίπη των χοίρων; Των πτηνών; Sars; Κοξάκι; Αυτό μου έλειπε τώρα. Ηρεμήσαμε από το μελάνωμα της αδελφής μου, θ' αρχίσω να πανικοβάλλομαι μήπως είμαι φορέας της νέας μάστιγας).

Κρίμα στα εμβόλια που μου έκαναν στον στρατό. Μα τέτοια γκαντεμιά; Εδώ μου έλεγαν ότι για δύο χρόνια δεν θα πάθαινα ούτε πονοκέφαλο κι εγώ μόλις απολύθηκα ταβλιάστηκα με 40 πυρετό. Τς τς τς. Τι να πεις; Σε τίποτε δεν μπορείς να έχεις εμπιστοσύνη πια. Κι ήθελα να φύγω κιόλας. Να πάω μερικές μέρες Κρήτη μετά το τελευταίο μάθημα. Όχι της εξεταστικής. Το τελευταίο που θα δώσω. Αν το δώσω τελικά. Γιατί στο χάλι που είμαι, δεν βλέπω σωτηρία. Μάλλον ΣΤΟ Σωτηρία με βλέπω.

(Ωραία. Τώρα άρχισα να ιδρώνω. Σπάει ο πυρετός, λένε. Και τα νεύρα μου μαζί. Άσε που κάποιος στον ακάλυπτο αποφάσισε να παραστήσει τον Πολ Μπάνιαν και κάτι πριονίζει από το πρωί. Θα μου πεις, υπάρχουν και χειρότερα. Θα μπορούσα να έχω κομπρεσέρ έξω από το παράθυρο). Αυτά τα Panadol Cold, μεγάλη μούφα. Μισό κουτί έχω πάρει από χθες και το μόνο που κατάφερα, είναι να μην με παίρνει ο ύπνος το βράδυ. Τι διάολο, καφεΐνη έχουν μέσα; Διάβαζα το Everything's Eventual μέχρι τα χαράματα. Γαρίδα το μάτι. Και το συνάχι, συνάχι.

Μάλιστα. Αφήσαμε τα πριόνια και πιάσαμε τα παιδικά τραγουδάκια. Απ' όλα έχει η γειτονιά μου. Για όλα τα γούστα. Και αλλοδαπούς που τσακώνονται σε ακατάληπτες γλώσσες και γιαγιάδες που πιάνουν την κουβέντα από μπαλκόνι σε μπαλκόνι (30 μέτρα απόσταση μιλάμε τώρα. "Γειάααααα σου Μαρίιιιιιιικααααααα! Τι φαΐ έφτιαξες σήμερααααααα;") και μουσικόφιλους φοιτητές -αν θεωρείται μουσική αυτό που ακούνε, πράγμα για το οποίο δεν παίρνω κι όρκο... Α, και παιδάκια. Πολλά παιδάκια. Όποιος λέει ότι έχουμε υπογεννητικότητα στην Ελλάδα, δεν έχει περάσει απ' τη γειτονιά μου. Εδώ μας περισσεύουν. Τόσο, που τα πετάμε και στα σκουπίδια, άμα λάχει. (Θυμάστε ένα περιστατικό με μια Φιλιπινέζα που πέταξε το μωρό της στον σκουπιδοτενεκέ; Κι ευτυχώς, το βρήκαν ζωντανό κάποιοι περαστικοί; Στον δρόμο μου έγινε. Λίγο πιο πάνω). Άσχετο: Το Φιλιπινέζα θέλει δύο "π"; Δύο λάμδα; Δύο "ν"; Βλέπεις τι παθαίνω με τα τούρκικα; Αντί να μάθω άλλη μια γλώσσα, θα ξεχάσω κι αυτές που ξέρω...

Άντε, πάω ν' ανοίξω κανένα βιβλίο. Για το ονόρε δηλαδή, όχι ότι θα διαβάσω. Τι να διαβάσω, που έτσι που το πάω, σε λίγο θα μου διαβάσουν τα άχραντα μυστήρια. Α στα διάλα πια.

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2009

1.gun

Βραδάκι, Δευτέρα 6 Αυγούστου 2007, Κωνσταντινούπολη. Μια γειτονιά στις ανηφοριές του Πέρα. Κάποτε ελληνική. Τώρα… Μες τη μαντίλα και το ορθόδοξο Ισλάμ. Ούτε να κυκλοφορούμε μες το σπίτι με τα σώβρακα δεν μπορούμε. Το καλντερίμι για να βγεις στην Ιστικλάλ, Γολγοθάς σκέτος. Ορειβασία του κερατά. Πίστα για δυνατούς παίχτες – αλπινιστές συγκεκριμένα. Παντού μυρωδιές από σκόρδο και μπαχάρια. Μούχλα, υγρασία και μια ακαθόριστη οσμή κλεισούρας, σκουπιδιών και ξινισμένου ιδρώτα. Φτωχομαχαλάς. Αλλά με θέα.

Δωμάτιο με θέα. Εκείνο το δωμάτιο, ήταν στη Φλωρεντία. Αυτό, στο Τοπχανέ. Εις την Πόλιν. Κι η ημισέληνος στο βάθος. Πάντα υπάρχει μια ημισέληνος στο βάθος. Για να μην ξεχνιόμαστε. Η Σταμπούλ που θέλει να ξαναγίνει Κωνσταντινούπολη. Πολιτιστική προωτεύουσα της Ευρώπης για το 2010. Καθαρίζουν μανιωδώς τους δρόμους, αλλά σκουπιδοτενεκέδες… γιόκ. Τους μαζέψανε μετά τις τελευταίες βόμβες. Μαυροντυμένοι αστυνομικοί περιπολούν το Μπέιογλου με τ’ αυτόματα στο χέρι, ακροβολισμένοι. Δεν αστειεύονται. Σε πλακώνουν μέχρι να πεις «μπιρ Αλλάχ». Ένας είναι ο Αλλάχ.

Και θαυμαστά τα έργα του… Κάποιος μου έλεγε ότι θεωρούνται η πιο σκληρή αστυνομική ομάδα στον κόσμο. Ο Άλεξ νομίζω. Ένας Γερμανός από τη σχολή. Θρύλοι και παραδόσεις. Θρύλος νούμερο ένα: Η Κωνσταντινούπολη είναι φτηνή. Ναι, αν θεωρείς 10 λίρες για έναν καφέ καλή τιμή. 7 ευρώ δηλαδή. Και κάτι ψιλά. Ορίστε; Πας σε μπαρ, ζητάς φιστίκια, στα φέρνουν και μετά στα χρεώνουν 4 λίρες. 2,5 ευρώπουλα, έτσι για πουρμπουάρ. Ένα μπουκάλι τζιν σε κάβα, 45 λίρες. 30 ευρώ περίπου.

Θρύλος νούμερο δύο: Οι Τούρκοι είναι ωραίοι άντρες. Άμα σ’ αρέσουν οι μαυριδεροί, μεσανατολίτες, με τη μπάκα και το στιλάκι δεκαετίας του ’80, σαν τον Πάνο Μιχαλόπουλο σε βιντεοταινία του Δαλιανίδη, πάω πάσο. Εμένα πάλι όχι. Γιόκ. Θρύλος νούμερο τρία: Το καλοκαίρι βρωμάει ο Βόσπορος. Ψέματα. Πιο πολύ βρωμάει το Μικρολίμανο. Κι η ζέστη δεν είναι αφόρητη. Σπάνια ξεπερνάει τους 32, 33 βαθμούς. Όχι σαν την Αθήνα που τον Ιούλιο χτύπησε πενήντα. 52 για την ακρίβεια.

Να μου πεις υγρασία, να σου πω μάλιστα. Τρελή. Τσοκ νεμλί. Κολλάς ολόκληρος. Όπως σήμερα, ας πούμε. Γυναίκες ωραίες, έχει. Και τα πιτσιρίκια είναι νόστιμα. Κάτι παθαίνουν όταν τριανταρίζουν φαίνεται. Μετάλλαξη. Παχαίνουν, φαλακραίνουν και ντύνονται σαν τον πατέρα τους. Χωρίς το φέσι. Που το απαγόρευσε ο Κεμάλ, το ’34. Κάποιοι έχουν ωραία μάτια πάντως. Μελιά ή πράσινα. Αλλά τι να το κάνεις; Το υπόλοιπο θυμίζει Ζεφύρι.

Και το νερό, νεράκι. Έχουμε -λέει- νερό για δυο-τρεις μήνες ακόμα. Και γίνονται συνέχεια διακοπές. Και στο νερό και στο ρεύμα. Τώρα που το θυμήθηκα, να κάνω κι ένα save, να μου βρίσκεται. Της βρύσης, ούτε να πεθαίνεις της δίψας δεν πίνεται. Μπάνιο κάνεις και μυρίζει τενεκεδίλα. Και σκουριά. Μόνο οι γάτες του δρόμου το πίνουν. Οι άπειρες γάτες του δρόμου.

Κάποτε, λέει, η Κωνσταντινούπολη ήταν γεμάτη αδέσποτα σκυλιά, που γύριζαν σε αγέλες και χύμαγαν σ’ όποιον έβρισκαν. Χωρίς μπαστούνι, δεν έβγαινες απ’ το σπίτι. Θα σε τρώγανε ζωντανό οι κοπρίτες. Μέχρι που κάποιος σουλτάνος, δεν θυμάμαι τώρα ποιος, έβγαλε φιρμάνι και τα μαζέψανε. Μη φανταστείς Φιλοζωικές και τέτοια. Μπα. Τα μπαρκάρανε σ’ ένα ξερονήσι στον κόλπο του Μαρμαρά και τ’ αφήσανε να ψοφήσουν της πείνας. Τ’ άκουγες ν’ αλυχτάνε μέχρι την Πόλη, γράφουν κάποιοι ξένοι περιηγητές της εποχής.

Τώρα πια, τη θέση τους πήραν οι γάτες. Την αποκαλούν «Κεντί σεχίρ» -η Πόλη με τις γάτες. Δεν έχω δει περισσότερα γατιά στη ζωή μου. Κάθε είδους, μεγέθους και χρώματος. Τουλάχιστον αυτά δεν ορμάνε. Υπάρχει κι ένα πάρκο, στο Τσιχανγκίρ, που το λένε Κεντί Παρκί –Γατόπαρκο σαν να λέμε. Το βασίλειο των αδέσποτων. Κρέμονται σαν τα τσαμπιά από παντού.

(Γαμώ τον μουεζίνη μου, γαμώ. Ξανάρχισε το βιολί του. Κι είναι και παράφωνος. Λες και του δίνει κανένας σημασία. Δεν είδα και κανέναν να μπρουμουτιάζεται για να κάνει μετάνοιες. Στην Ιορδανία, παρατάγανε τις δουλειές τους και πέφτανε στα τέσσερα. Καταμεσίς του δρόμου).


Κι όλα τριγύρω αλλάζουνε, κι όλα τα ίδια μένουν. Σαν τη ζωή μου. Σαν τη θέα απέναντι. Ίδιος Βόσπορος, ίδια σημαία, ίδια βουνά στο βάθος. Τα Πριγκιπόνησα είναι, λέει η Ρουσγκιάρ. Κι ο ίδιος μουεζίνης, πιστός στο ραντεβού του. Να καλεί τους πιστούς για το ναμάζι. Με τα ίδια λόγια, από καταβολής Ισλάμ. Που κανείς δεν καταλαβαίνει, αλλά όλοι ξέρουν τι σημαίνουν. Έτσι μου είπε η Ρουσγκιάρ. Ο Γιάννης. Έτσι τη λέω, γιατί κάθε τρεις λέξεις, πετάει κι ένα «γιάνι», που θα πει «δηλαδή» στα Τούρκικα. Κρίμα, κι έχει τόσο ωραίο όνομα: Άνεμος.

Και η ίδια πίκρα, ο ίδιος κόμπος στο στομάχι… Έτσι θα είναι πάντα τα πράγματα; Οι άλλοι θα ζουν κι εγώ θα γράφω; Αυτά που ζουν οι άλλοι; Σκατά. Μποκού γεντίκ. Και θα ήταν τόσο απλό, τόσο εύκολο… Ένα μήνυμα, μόνο. Δύο λέξεις. «Και μένα». Άντε τέσσερις. «Κι εμένα μου λείπεις». Θα πέταγα τώρα. Ενώ κάθομαι σ’ ένα σαλόνι γεμάτο ναπολιτάνους και προσπαθώ να συνεννοηθώ με τα Ιταλικά άνευ διδασκάλου που έμαθα ένα καλοκαίρι στον Ωρωπό.

Το είπα εγώ: Ιταλικά θα μάθω, Γερμανικά έχω αρχίσει να τα ξαναθυμάμαι με τόσους Γερμανούς στην τάξη… Τούρκικα, χλωμό το κόβω. Με ποιόν να μιλήσω Τούρκικα σε τελική ανάλυση; Με τη μαμά του Αλεσάντρο από τη Βία Παρτενόπε; Που δεν θυμάμαι καν τ’ όνομά της; Ο πύργος της Βαβέλ, το διαμέρισμα της Κουμπαραντζί Γιοκουσού και Σερνταρί Εκρέμ γωνία. Ότι θες ακούς. Κι ότι θες καταλαβαίνεις. Κυρίως το δεύτερο.

Τους έβαλα και Ιταλικά τραγούδια, να χαρούν εδώ στα ξένα που ήρθαν. Μην τους λείψει η πατρίδα. Μπας και μ’ αφήσουν στην ησυχία μου να γράψω τ’απομνημονεύματά μου. Τα ημερολόγια καταστρώματος του Σεφέρη. Το τρίτο Νόμπελ της Ελλάδας σαν να λέμε. Τρομάρα μου.