Παρασκευή 17 Ιουλίου 2009

...πόσα τάλιρα γυρεύεις, στον Περαία να με πας;

Το διαμέρισμα είναι στον δεύτερο όροφο. Χωρίς ασανσέρ (όχι που θα είχε). Πάλι καλά, να λες. Στην Κωνσταντινούπολη, το πρώτο διαμέρισμα που έμενα ήταν στον τέταρτο και με μια καραβόσκαλα που για να χωρέσουν δύο, ο ένας έπρεπε να κρεμαστεί από την κουπαστή. Δεν είναι άσχημο, για εργένικο σπίτι. Ο νέος μου συγκάτοικος, μου λέει να βγάλω τα παπούτσια (το πρώτο πράγμα που κάνεις όταν μπαίνεις σ’ ένα τούρκικο σπίτι) και με πάει στο δωμάτιό μου.

Κάνω ν’ ανοίξω την μπαλκονόπορτα και μια μαύρη χνουδωτή μπάλα πηδάει πάνω μου. Ο φύλακας του σπιτιού. Θα μου πεις, τι σόι κτηνίατρος θα ήταν, αν δεν είχε κατοικίδιο; Όχι ότι έχω πρόβλημα. Κάθε άλλο. Τα πάω εξαιρετικά καλά με τα ζώα. Με τα ζώα και τα παιδιά. (Ή μάλλον, τα παιδιά τα πάνε εξαιρετικά καλά μαζί μου. Εγώ διατηρώ τις επιφυλάξεις μου). Απόδειξη ότι το γκριφόν ανεβαίνει στην αγκαλιά μου, βάζει το κεφαλάκι του κάτω από το χέρι μου και κουρνιάζει.

«Τσίτσο, βγες έξω!» τον μαλώνει ο Λούτφι. Αδιαφορία, ο Τσίτσος. «Τσίτσο, κατέβα κάτω!». Τον Κινέζο, ο Τσίτσος. «Κάτω, είπα!». Και δυο αυγά Τουρκίας, ο Τσίτσος. Άμα το ‘χουνε περιορισμένο στη βεράντα, τι να σου κάνει το ζωντανό; Βρήκε ευκαιρία να τρυπώσει μέσα, σιγά μην την άφηνε. (Περίεργο όμως. Το όνομα, εννοώ. Τσίτσο, με φώναζε ο πατέρας μου μικρό. Μια από τις σπάνες εκδηλώσεις τρυφερότητας μεταξύ μας. Από τότε είχα να τ’ ακούσω). Ίσως γι’ αυτό έσφιξα δυνατότερα το σκυλάκι πάνω μου. Έβγαλε μια πνιχτή φωνούλα διαμαρτυρίας, αλλά δεν κουνήθηκε. Κατάλαβε φαίνεται ότι είμαι με το μέρος του. Το γλίτωσες το μπαλκόνι απόψε, Τσίτσο.

Καθόμαστε στη μπροστινή βεράντα για φαγητό. Ο Λούτφι μου δείχνει όλο καμάρι τη θέα. Όλη η Σμύρνη πιάτο. Μακρινό πιάτο. Ιπτάμενος δίσκος, πες καλύτερα. Όσο κοιτάζω τα φώτα της πόλης, τόσο με ζώνουνε τα φίδια. Πώς θα κυκλοφορώ εγώ; Πώς θα φεύγω τα πρωινά –ακόμα χειρότερα, πώς θα γυρίζω τα βράδια εδώ, στην εξορία του Αδάμ; Ό,τι απλούστερο, σύμφωνα με τον Λούτφι. Τον κτηνίατρο που τα παράτησε και δουλεύει dj στο ραδιόφωνο. Πρόκοψε κι αυτός.

«Τα πρωινά θα σε κατεβάζω εγώ μέχρι το κέντρο του Μπουρνόβα». Μάλιστα. "Από κει θα παίρνεις το λεωφορείο ή το τραίνο μέχρι το Κονάκ». Έστω. «Κι από κει, ένα άλλο λεωφορείο ή κάνα τέταρτο με τα πόδια». Εδώ δίπλα, δηλαδή. Καλά όλα αυτά, αλλά τα βράδια, πώς θα γυρίζω; «Έλα μωρέ, από το κέντρο του Μπουρνόβα, τι είναι το σπίτι; Άντε είκοσι λεπτά περπάτημα». Στις ερημιές, ξαναλέω. Στου Χάροντα τα μαρμαρένια αλώνια. Κει που συνδυό δεν κάθονται, συντρείς δεν κουβεντιάζουν.

Και δεν μου λες, ρε κουμπάρε, έτσι για να ‘χουμε καλό ρώτημα... Πες ότι μια μέρα θέλω να φύγω νωρίτερα ή αργότερα ή να γυρίσω μετά τις 12 το βράδυ, τι γίνεται; Πες ότι ξεμένω από τσιγάρα, καφέ, οδοντόκρεμα, απ’ ό,τι μπορεί να ξεμείνει ένας άνθρωπος τέλος πάντων… Τι θα κάνω; Εδώ πέρα που με κουβάλησες, μόνο να βγω στα ρουμάνια να μαζεύω βότανα και μπουγιούμια μου μένει. Σαν τις μάγισσες της Σμύρνης. Ταξί, ξέχνα το. Εκεί πάνω δεν πέρναγε μήτε πουλί πετούμενο.

Αδιέξοδο. Τσίκμαζ. Καθόμαστε να φάμε, αλλά τι να φάω, που τρωγόμουν με τα ρούχα μου; Το φαΐ το τάιζα λίγο-λίγο στον Τσίτσο. Μπαϊράμι έκανε ο γκριφόν.

-Ξέρεις, Λούτφι…
-Μμμμμ; (Όταν τρώμε δεν μιλάμε).
-Εγώ παλιά στην Αθήνα, έμενα στα προάστια.
-Μμμμμ; (Σκασίλα μου).
-Κι επειδή δεν άντεχα την απόσταση, μετακόμισα στο κέντρο.
-Μμμμμ. (Ας πρόσεχες, τι με κόφτει εμένα;).
-Κέντρο, καρά-κέντρο λέμε τώρα.
-Μμμμμ! (Τα ‘παμε αυτά, παρακάτω).
-Και το σπίτι σου, το φανταζόμουν… πώς να στο πω; Κάπως πιο κεντρικό.
-Μμμμμ; (Δεν φταις εσύ, η φαντασία σου τα φταίει).
-Δεν νομίζω ότι μπορώ να μείνω εδώ, τελικά.
-ΜΜΜ;

Επιτέλους, παράτησε το πιάτο του και γύρισε να με κοιτάξει. Λένε ότι όλοι έχουμε έστω ένα ωραίο χαρακτηριστικό πάνω μας. Στον Λούτφι είναι τα μάτια του. Μάτια μεγάλα, στρογγυλά, ανοιχτοπράσινα. Μείναμε έτσι αμίλητοι κάμποση ώρα. Εκείνος να μασάει αργά την τελευταία του μπουκιά κι εγώ να ξεψαχνίζω το κοτόπουλο, μην πνιγεί ο Τσίτσος με κάνα κόκκαλο.

«Αύριο πρωί θα ψάξω για άλλο σπίτι. Κάπου στο κέντρο. Για να μπορώ να κυκλοφορώ άνετα. Όπου θέλω, όποτε θέλω κι ό,τι ώρα θέλω. Με τα πόδια, αν γίνεται. Εδώ πάνω, χωρίς αυτοκίνητο, είσαι ανάπηρος. Κι εγώ ντεν έκω αυτοκίνητο, καρντιά μου. Ταμάμ μι;».

Ταμάμ στα μούτρα σου, θα σκέφτηκε, αλλά τι να πει; Κατάπιε και κούνησε καταφατικά το κεφάλι. «Μπόιλε ιστέρσεν, ταμάμ». Αφού έτσι θες, εντάξει. Άντε πάλι στους δρόμους από αύριο. Το ‘χει η μοίρα μου φαίνεται. Τραβάει ο οργανισμός μου την ταλαιπωρία, δεν εξηγείται αλλιώς. Πάω για ύπνο. Πρώτο και τελευταίο βράδυ στον Μπουρνόβα. Βαποράκι του Μπουρνόβα και καρότσα της στεριάς, πόσα τάλιρα γυρεύεις στον Περαία να με πας; Ας μην είναι στον Περαία. Και μέχρι το Αλσαντζάκ, βολεύομαι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου