Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2010

Methiye

Γεννήθηκε στην Αθήνα, τη χρονιά του μεγάλου κραχ. Το πρώτο από τρία αγόρια. Από μάνα μεγαλουσιάνα και παππούδες πρόξενους και διπλωματικούς ακόλουθους και πατέρα μετανάστη στην Αμερική. Προκομμένος άνθρωπος ο παππούς μου. Και ξύπνιος. Μπίζνεσμαν που λένε, πολύ πριν εφευρεθεί ο όρος. Κάτι με αυτοκίνητα ανακατεύτηκε εκεί στο Ντιτρόιτ, κάτι ανταλλακτικά, καμιά ρεμούλα θα ‘παιξε, δεν μπορεί, βρέθηκε από το Έλις Άιλαντ στην προπολεμική Αθήνα με πολλά λεφτά. Εξ ου και αγόρασε τη μισή.

Μένανε πίσω απ’ το Σύνταγμα –δεν ήταν και μεγάλη η Αθήνα τότε. Η Πλάκα, το Μοναστηράκι, το Θησείο, το Κουκάκι, ο Κεραμεικός και τ’ Ανάκτορα. Το Κολωνάκι ήταν βοσκότοπος. Οι Αμπελόκηποι αυτό ακριβώς. Αμπελώνες. Η Δημητσάνας –αν έχεις υπόψη σου- ήτανε ρέμα. Τα Πατήσια, κτήματα ενός μεγαλοτσιφλικά Αρβανίτη, ήταν εξοχή που πηγαίνανε την Πρωτομαγιά, να πιάσουνε τον Μάη. Και στην Κηφισιά, πήγαινες με τον Μουντζούρη, δυο ώρες δρόμο. Γιατί «κει-φυσά» που λέγανε οι Αθηναίοι, Και φύσα-φύσα, βρεθήκανε με περιουσίες όλοι οι Μενιδιάτες που είχαν κτήματα εκεί.

Σχολεία ελάχιστα. Από την Καραγιώργη Σερβίας, πήγαινε σχολείο στου Φιλοπάππου. Στην κατοχή, τους επιτάξανε το σπίτι και φύγανε νύχτα για το εξοχικό, στο Ηράκλειο. Αττικής, όχι Κρήτης. Το Ηράκλειο τότε ήτανε χωριό. Κι η Καλογρέζα (από μια καλόγρια που είχε τη σκήτη της εκεί, καλή-γραία δηλαδή) στάνες με αιγοπρόβατα. Ηνωμένα Κατσικάδικα την έλεγαν ειρωνικά οι ντόπιοι.

Πέρασαν τα χρόνια, ανδρώθηκαν τα δυο αγόρια. Το τρίτο, το στερνοπούλι, γεννήθηκε μετά την απελευθέρωση. Έφυγαν για σπουδές. Αμερική ο μεγάλος, στα χνάρια του πατέρα του, Φλωρεντία ο δεύτερος. Κάποτε ήρθε διακοπές στην Ελλάδα. Στο Πήλιο. Σε μια παραλία του Αιγαίου γνώρισε μια όχι και τόσο νέα, ούτε και τόσο ωραία δασκάλα. Και την ερωτεύτηκε. Κι επειδή η δασκάλα με τα χρυσά μαλλιά δεν ήθελε να πάει στην Αμερική, τα παράτησε όλα και γύρισε εκείνος. Ήταν η χρονιά που δολοφονήθηκε ο Κένεντι.

Και ζήσανε αυτοί καλά και κάποιοι άλλοι, ενδεχομένως, καλύτερα. Έκαναν δυο παιδιά, χάρηκαν, λυπήθηκαν, τσακώθηκαν, φίλιωσαν, σαν όλα τα ζευγάρια. Αλλά έμειναν μαζί. Αγαπημένοι. Τόσο, που καμιά φορά τα παιδιά αισθάνονταν σαν παρείσακτα στο σπίτι. Εκείνος ήταν άνθρωπος κλειστός, λιγομίλητος, αυτάρκης. Η γυναίκα του δραστήρια, κοινωνική, τσαούσα. Κατά μάνα, κατά κύρη λοιπόν κάνανε μια κόρη φτυστή ο πατέρας της κι έναν γιο τάλε κουάλε με τη μάνα. Φρόντισαν να μην τους λείψει τίποτε. Εκτός από την προσοχή του πατέρα, ίσως. Που υπήρχε περισσότερο σαν ιδέα στο σπίτι.

Ήταν αγαπητός σε όλους, όμως. Πράος, ήρεμος, δεν λογάριαζε λεφτά. Δάνειζε απλόχερα και ξέχναγε να πάρει ενοίκια. Έδινε μαγαζιά σε κεντρικά σημεία με προπολεμικά ενοικιοστάσια, γιατί του κλαίγονταν οι νοικάρηδες. Εξ ου και η μισή Αθήνα του παππού, σιγά-σιγά πέρασε σε άλλα χέρια. Κάτι ο πόλεμος, η κατοχή, ο εμφύλιος, κάτι που δεν κληρονόμησε κανείς το επιχειρηματικό πνεύμα του παππού, φαγώθηκαν τα ακίνητα κι η κάποτε ατράνταχτη περιουσία τραντάχτηκε συθέμελα.

Δεν τον ένοιαζε όμως. Δεν θέλει και πολλά ο άνθρωπος για να’ ναι ευτυχισμένος, έλεγε. Του έφταναν όσα είχε. Κι ο κήπος του. Οι Κινέζοι λένε «αν θες να είσαι ευτυχισμένος για μερικούς μήνες, πάρε σκύλο. Για έναν χρόνο, παντρέψου. Για μια ζωή, όμως, φτιάξε έναν κήπο». Ήταν το καμάρι του και η ξεκούρασή του. Και τελικά ο τάφος του. Εκεί έπεσε ένα μεσημέρι του περασμένου Ιουλίου. Και χτύπησε το κεφάλι του στον τοίχο. Κι έπαθε εγκεφαλική αιμορραγία. Και πέθανε, μετά από δυο μήνες στην εντατική. Χωρίς να συνέλθει ποτέ.

Κρίμα που δεν επιτρέπεται η καύση των νεκρών στην Ελλάδα, πατέρα. Θα σκόρπιζα τις στάχτες σου στ’ αγαπημένα σου λουλούδια. Και θα ξεκουραζόσουν για πάντα στον κήπο σου, που τώρα φοβάμαι πως θα ρημάξει. (Θυμάσαι που θύμωσα όταν έκοψες την καρυδιά; Που, μέσα στον παιδικό θυμό μου, σου είπα «θα το πληρώσεις αυτό μια μέρα;». Να που το πλήρωσες τελικά. Συγγνώμη και γι’ αυτό. Και για πολλά άλλα).

Allah rahmet eylesin. Rest in peace, dad.