Τετάρτη 26 Αυγούστου 2009

Bonfire of the vanities

Απομεσήμερο στο κέντρο. Σε μια πόλη που ακόμα γλείφει τις πληγές της, σαστισμένη μετά τις πυρκαγιές. Ο αέρας μυρίζει κάρβουνο κι ο βοριάς φέρνει στάχτες από τις καμμένες πλαγιές της Πεντέλης. Μόνο τα τζιτζίκια δεν πτοούνται. Τερετίζουν εκκωφαντικά μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες, έχοντας χάσει κάθε αίσθηση χρόνου. Βραδάκια στη βεράντα, με θέα τον Στρέφη. Ποιος να μου το’ λεγε ότι στην καινούργια μου γειτονιά θα είχα περισσότερο πράσινο από τον Άγιο Στέφανο; Και σπιτικές μαργαρίτες. Ζήτημα να ‘χω βγει ένα βράδυ, από τότε που ήρθα. Ζήτημα επίσης να ‘χω μείνει μέσα ένα βράδυ, από τότε που ήρθα. Βγάζει νόημα αυτό; Για μένα, ναι.

Δεν με κρατάει το σπίτι. Αλλά δεν μου κάνει αίσθηση να βγω κιόλας. Νιώθω σαν τουρίστας στην πόλη που γεννήθηκα. Την πόλη που μεγάλωσα κι έλεγα ότι δεν θ’ άλλαζα ποτέ. Νιώθω ξένος στο σπίτι μου. Που δεν αισθάνθηκα ποτέ δικό μου, για να πω την αλήθεια. Μια προσωρινή στάση, ήταν. Δεν με φαντάζομαι να ζω εδώ. Ίσως γιατί ξέρω ότι θα ξαναφύγω. Σε δυο βδομάδες θα ξαναπάρω έναν απ’ όλους τους δρόμους που οδηγούν στην Πόλη. Και θα ξεπεζέψω εκεί. Για πόσο; Για όσο.

Μέχρι ν’ αρχίσουν πάλι να χοροπηδάνε τα κόκκινα γοβάκια μου. Σαν την Ντόροθι στον Μάγο του Οζ. Ταπ-ταπ-ταπ! Ώρα να φύγουμε, χτυπάνε με σήματα Μορς στη ντουλάπα. Δεν ξαπόστασες ακόμα; Σήκω να πάμε αλλού. Δεν σε κρατάει κανείς εδώ. Τίποτε εδώ. Αλλού είναι η μοίρα σου, μικρέ πρίγκιπα. Σ’ άλλη γη, σ’ άλλα μέρη. Πάρε το δισάκι σου στον ώμο και ξεκίνα, παράξενε ταξιδιώτη. Βάλε όνειρα κι ελπίδες στο ζεμπίλι, δέσε τις γωνιές και κρέμα το στο ραβδί σου. Κι άνοιξέ το χρόνια μετά, να δεις τι ήσουν και τι έγινες. Τι ήθελες και τι έκανες. Τι ονειρεύτηκες και τι ζεις.

Θα ‘χουν λιώσει άραγε τότε τα κόκκινα παπούτσια; Θα ‘χουν ξεθωριάσει, σίγουρα. Αλλά τα φθαρμένα τακούνια, μήπως θα ψιθυρίζουν ακόμα το μυστικό τους ξόρκι, ξεχασμένα σε κάποιο πατάρι; Follow the yellow brick road, little Dorothy. Little girl lost. Little boy lost. Little boy… Lost.

Σάββατο 22 Αυγούστου 2009

Απομεινάρια μιας μέρας

Σέρτικος καπνός και σαπούνι. Και κολώνια Old Spice. Λένε ότι απ’ όλες τις αισθήσεις, η όσφρηση συνδέεται πιο στενά με τη μνήμη. Πού βρέθηκε αυτή η μυρωδιά από το παρελθόν; Ξυπνάω απότομα, σαν από όνειρο και κοιτάζω δίπλα μου. Στη θέση που ήταν ακόμα κενή όταν ξεκινήσαμε, κάθεται κάποιος. Με κοντό γενάκι κι αθλητική εφημερίδα. Κι αυτή τη μυρωδιά απ’ το παρελθόν. Ξανακλείνω τα μάτια κι αφήνω τις οσμές να με ταξιδέψουν. Εικόνες από τα παλιά περνάνε πίσω από τα κλειστά μου βλέφαρα, σαν τα βιού μάστερ που είχαμε παιδιά.

Μακριά δάχτυλα, χέρια καλλιτέχνη, με λεκέδες νικοτίνης στα νύχια. Μικρό, περιποιημένο μουστάκι και καλοξυρισμένα μάγουλα. Γραβάτα και γιλέκο, με αλυσίδα για το ρολόι. Μαλλιά κάποτε μαύρα, τώρα πασπαλισμένα μ’ αλάτι. Και τα μάτια μου. Σε ένα άλλο πρόσωπο, γερασμένο, με βαθιές γραμμές στο μέτωπο και τα μάγουλα. Δεν είμαι εγώ -κι όμως είμαι. Όπως θα γίνω κάποτε. Είχα ξεχάσει το πρόσωπό σου, παππού. Και να που μου το θύμισε ένας ξένος, σ’ έναν ξένο τόπο. Που μυρίζει σαν εσένα. Καπνό, σαπούνι και Old Spice.

Το θυμάμαι ακόμα το μπουκάλι. Βαρύ, αλαβάστρινο, με το καραβάκι και τα καλλιγραφικά, κόκκινα γράμματα. Έμπαινα κρυφά στο μπάνιο κι έβαζα στα χέρια μου, το ξέρεις; Ήταν σαν ταλκ. Όπως σου έκλεβα τα τσιγάρα. Κι έκανα ότι καπνίζω. Σαν εσένα. Γέλαγα, όταν τσακωνόσουν με τη μαμά. Κι έπαιρνα πάντα το μέρος σου. Ήμουν ο μόνος που δεν τον ενοχλούσαν οι ιδιοτροπίες σου. Τα σεντόνια δεν ήταν ποτέ αρεκτά κολλαριστά, τα πουκάμισα δεν εφάρμοζαν καλά κι ο γιακάς έχασκε στον λαιμό. Πώς να δέσεις τη γραβάτα; Θυμάσαι που έβαζες ένα βουναλάκι αλάτι στο πιάτο και βούταγες τις μπουκιές σου, πριν τις φας; «Έχει αλάτι το φαΐ, πατέρα» έλεγε η μαμά. Εσύ έκανες πως δεν άκουγες. Σ’ αυτό σου ’μοιασε η αδελφή μου. Εγώ, σ’ όλα τ’ άλλα.

Αν δεν ήσουν εσύ, μπορεί και να την πίστευα όταν έλεγε ότι με πήραν από τους γύφτους. Και τον κόσμο, που αναρωτιόταν σε ποιον έμοιασε αυτό το παράξενο, αδύνατο παιδί με τα τσιγγάνικα χρώματα και τα σχιστά μάτια. Το αγρίμι, που δεν ήθελε αγκαλιές και φιλιά και τραβιόταν όταν πήγαιναν να του χαϊδέψουν τα μαλλιά. Τα ίσια, ασιατικά μαλλιά. Σαν τα δικά σου. Που παίδευαν τους μπαρμπέρηδες γιατί έπεφταν πάντα μες τα μάτια μου. Αλλά η μαμά δεν τους άφηνε να μου τα κόψουν κοντά. Σαν κρόσια είναι, έλεγε. Σαν μεταξένια κρόσια. Τα μισούσα τα μαλλιά μου, παιδί. Ήθελα να είχα τα κατανόξανθα, σγουρά μαλλιά του μπαμπά. Και τα πράσινα μάτια του.

Αλλά έμοιασα σε σένα, παππού. Φτυστός, που λένε. Σε όλα σου. Και στην εμφάνιση και τον χαρακτήρα. Μόνο το όνομά σου δεν πήρα. Και σου ‘μεινε η πίκρα, που δεν με βγάλανε Δημήτρη. Και μένα, η πίκρα που έφυγες τόσο νωρίς. Τόσο αναπάντεχα. Ήμουν, πόσο; Δεκατεσσάρων; Δεκαπέντε; Καλοκαίρι ήταν. Ιούλιος μήνας. Μπήκες να κάνεις εγχείρηση καταρράκτη. Και δεν ξαναβγήκες ποτέ. Η εγχείρηση πέτυχε, ο ασθενής πέθανε, που λένε. Ήρθαμε να σε δούμε, με τα γλυκά στο χέρι. Εγώ είχα βάλει κρυφά στην τσέπη τα τσιγάρα σου -κάπνιζαν ακόμα τότε στα νοσοκομεία. Κι εσύ είχες πεθάνει. Ξαφνικά, μες τη νύχτα. Με τους επιδέσμους ακόμα στο μάτι. Allah rahmet eylesin, που λένε εδώ. Ο Θεός να ρίχνει βροχή στο μνήμα σου.

Μπα σε καλό μου, σήμερα.

Δευτέρα 3 Αυγούστου 2009

Φινάλε

Η μια ζεστή, ηλιόλουστη μέρα διαδέχεται την άλλη. Ίδιες. Απαράλλακτες μέσα στη χαύνωσή τους. Και τη φωνή του μουεζίνη, να μετράει τις ώρες. Με τα ίδια λόγια, τον ίδιο ολολυγμό, που τις νύχτες σε ξυπνάει απ’ τα ιδρωμένα όνειρά σου. Η πόλη ασθμαίνει στον Αυγουστιάτικο καύσωνα και στο αποπνικτικό μου δωμάτιο, οι τοίχοι μοιάζουν κάθε μέρα και πιο ροζ. Σήμερα, ας πούμε, έχουν το χρώμα του σολωμού.

Τα πιτσιρίκια στην αυλή σταμάτησαν το παιχνίδι. Παραδόθηκαν κι αυτά στη ζέστη. Όπως κι εγώ. Σταμάτησα πια να σκουπίζω τον ιδρώτα που τρέχει στο μέτωπο, στο στήθος, στην πλάτη μου. Γεύομαι την αλμυρή του γεύση κι ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα για να διώξω τις σταγόνες που μου μπαίνουν στα μάτια. Παραιτήθηκα. Το κάθε τι σ’ αυτή την πόλη με διώχνει μια ώρα αρχύτερα. Μετρώ τις μέρες μέχρι να φύγω.

Δεν θα κρατήσω πολλά από τη Σμύρνη. Ξένος ήρθα και σαν ξένος φεύγω. Προσπαθώ να βρω ίχνη της γοητείας που κάποτε πρέπει να είχε –μάταια. Προσπαθώ να δω την ομορφιά που μου λέγανε –μάταια. Τον κοσμοπολίτικο αέρα, το ευρωπαϊκό στιλ, τη ζωντάνια της τρίτης μεγαλύτερης πόλης της Τουρκίας… Μάταια. Δεν υπάρχει τίποτε. Τίποτε, πέρα από πολυκατοικίες που εξαπλώνονται σαν καρκινώματα σε κάθε λόφο, σε κάθε ακρογιαλιά, σε κάθε κόρφο που κάποτε μπορεί να ήταν γραφικός.

Τεράστια τσιμεντένια συγκροτήματα, ομοιόμορφα σαν κατάλοιπα του υπαρκτού σοσιαλισμού, ξεφυτρώνουν στα γύρω βουνά, ισορροπώντας επικίνδυνα στις πλαγιές. Το ελάχιστο πράσινο εξαντλείται στους καχεκτικούς φοίνικες των δρόμων και το κιτρινισμένο γρασίδι στις πελούζες του Κορντόν. Πιάνω τον εαυτό μου να κάθεται στην αποβάθρα του Κονάκ και να αγναντεύει τη θάλασσα. Ψάχνοντας τι; Την Ελλάδα; Μάταια και πάλι. Δεν φαίνεται από δω.

Τα χαμίνια του δρόμου βουτάνε στο λιμάνι για να δροσιστούν. Τα μαύρα τους μαλλιά αστράφτουν στην αντηλιά και το δέρμα τους γυαλίζει σαν μπακίρι, όπως σκαρφαλώνουν στα βράχια για να στεγνώσουν. Τα ζηλεύω. Ζηλεύω την ξενοιασιά τους. Την ανεμελιά και την αφέλειά τους. Ποιος άνθρωπος στα λογικά του, θα βούταγε σ’ αυτά τα νερά;

Νιώθω εξόριστος. Σαν φυλακισμένος που κοιτάει από τα κάγκελα του κελιού του την απεραντοσύνη του κόσμου. Χαζεύω τους γλάρους που ακολουθούν τα καραβάκια του Γκιουζέλ Γιαλί κι ασυναίσθητα τεντώνω το κορμί μου, σαν να θέλω να πετάξω κι εγώ. Να απλώσω τα φτερά μου και να φύγω. Και στο ’πα χαλασιά μου, στα ξένα να μην πας…
Και να μην πήγαινα, δηλαδή; Όλα για μένα, ξένα είναι. Παντού. Και πάντα. Εκτός από το σαράκι μου. Αυτό μου είναι γνώριμο. Το σαράκι που με τρώει μέρα-νύχτα, που δεν μ’ αφήνει να σταθώ πουθενά, να ξαποστάσω. Σαν τον οίστρο που έστειλε η Ήρα στην αγελάδα Ιώ να την παιδεύει, με τσιγκλάει συνέχεια, αλύπητα. Να φύγω, να αλλάξω, να κάνω κάτι άλλο, διαφορετικό, καινούργιο.

Σαν την Ιώ κι εγώ, διέσχισα τον Βόσπορο και βρέθηκα στην Ασία –να μιλάει άραγε ο μύθος για την εποίκιση της Ανατολής από Ελληνικά φύλα; Αλλά εμένα δεν με περίμενε ο Δίας, εδώ. Τον Ήφαιστο βρήκα και την πυρά των καμινιών του. Και το σαράκι μου ξύπνησε από τη χειμερία νάρκη του κι άρχισε πάλι να με ροκανίζει. Να φύγω, ν’ αλλάξω, να κάνω κάτι άλλο, διαφορετικό, καινούργιο.