Απομεσήμερο στο κέντρο. Σε μια πόλη που ακόμα γλείφει τις πληγές της, σαστισμένη μετά τις πυρκαγιές. Ο αέρας μυρίζει κάρβουνο κι ο βοριάς φέρνει στάχτες από τις καμμένες πλαγιές της Πεντέλης. Μόνο τα τζιτζίκια δεν πτοούνται. Τερετίζουν εκκωφαντικά μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες, έχοντας χάσει κάθε αίσθηση χρόνου. Βραδάκια στη βεράντα, με θέα τον Στρέφη. Ποιος να μου το’ λεγε ότι στην καινούργια μου γειτονιά θα είχα περισσότερο πράσινο από τον Άγιο Στέφανο; Και σπιτικές μαργαρίτες. Ζήτημα να ‘χω βγει ένα βράδυ, από τότε που ήρθα. Ζήτημα επίσης να ‘χω μείνει μέσα ένα βράδυ, από τότε που ήρθα. Βγάζει νόημα αυτό; Για μένα, ναι.
Δεν με κρατάει το σπίτι. Αλλά δεν μου κάνει αίσθηση να βγω κιόλας. Νιώθω σαν τουρίστας στην πόλη που γεννήθηκα. Την πόλη που μεγάλωσα κι έλεγα ότι δεν θ’ άλλαζα ποτέ. Νιώθω ξένος στο σπίτι μου. Που δεν αισθάνθηκα ποτέ δικό μου, για να πω την αλήθεια. Μια προσωρινή στάση, ήταν. Δεν με φαντάζομαι να ζω εδώ. Ίσως γιατί ξέρω ότι θα ξαναφύγω. Σε δυο βδομάδες θα ξαναπάρω έναν απ’ όλους τους δρόμους που οδηγούν στην Πόλη. Και θα ξεπεζέψω εκεί. Για πόσο; Για όσο.
Μέχρι ν’ αρχίσουν πάλι να χοροπηδάνε τα κόκκινα γοβάκια μου. Σαν την Ντόροθι στον Μάγο του Οζ. Ταπ-ταπ-ταπ! Ώρα να φύγουμε, χτυπάνε με σήματα Μορς στη ντουλάπα. Δεν ξαπόστασες ακόμα; Σήκω να πάμε αλλού. Δεν σε κρατάει κανείς εδώ. Τίποτε εδώ. Αλλού είναι η μοίρα σου, μικρέ πρίγκιπα. Σ’ άλλη γη, σ’ άλλα μέρη. Πάρε το δισάκι σου στον ώμο και ξεκίνα, παράξενε ταξιδιώτη. Βάλε όνειρα κι ελπίδες στο ζεμπίλι, δέσε τις γωνιές και κρέμα το στο ραβδί σου. Κι άνοιξέ το χρόνια μετά, να δεις τι ήσουν και τι έγινες. Τι ήθελες και τι έκανες. Τι ονειρεύτηκες και τι ζεις.
Θα ‘χουν λιώσει άραγε τότε τα κόκκινα παπούτσια; Θα ‘χουν ξεθωριάσει, σίγουρα. Αλλά τα φθαρμένα τακούνια, μήπως θα ψιθυρίζουν ακόμα το μυστικό τους ξόρκι, ξεχασμένα σε κάποιο πατάρι; Follow the yellow brick road, little Dorothy. Little girl lost. Little boy lost. Little boy… Lost.
Δεν με κρατάει το σπίτι. Αλλά δεν μου κάνει αίσθηση να βγω κιόλας. Νιώθω σαν τουρίστας στην πόλη που γεννήθηκα. Την πόλη που μεγάλωσα κι έλεγα ότι δεν θ’ άλλαζα ποτέ. Νιώθω ξένος στο σπίτι μου. Που δεν αισθάνθηκα ποτέ δικό μου, για να πω την αλήθεια. Μια προσωρινή στάση, ήταν. Δεν με φαντάζομαι να ζω εδώ. Ίσως γιατί ξέρω ότι θα ξαναφύγω. Σε δυο βδομάδες θα ξαναπάρω έναν απ’ όλους τους δρόμους που οδηγούν στην Πόλη. Και θα ξεπεζέψω εκεί. Για πόσο; Για όσο.
Μέχρι ν’ αρχίσουν πάλι να χοροπηδάνε τα κόκκινα γοβάκια μου. Σαν την Ντόροθι στον Μάγο του Οζ. Ταπ-ταπ-ταπ! Ώρα να φύγουμε, χτυπάνε με σήματα Μορς στη ντουλάπα. Δεν ξαπόστασες ακόμα; Σήκω να πάμε αλλού. Δεν σε κρατάει κανείς εδώ. Τίποτε εδώ. Αλλού είναι η μοίρα σου, μικρέ πρίγκιπα. Σ’ άλλη γη, σ’ άλλα μέρη. Πάρε το δισάκι σου στον ώμο και ξεκίνα, παράξενε ταξιδιώτη. Βάλε όνειρα κι ελπίδες στο ζεμπίλι, δέσε τις γωνιές και κρέμα το στο ραβδί σου. Κι άνοιξέ το χρόνια μετά, να δεις τι ήσουν και τι έγινες. Τι ήθελες και τι έκανες. Τι ονειρεύτηκες και τι ζεις.
Θα ‘χουν λιώσει άραγε τότε τα κόκκινα παπούτσια; Θα ‘χουν ξεθωριάσει, σίγουρα. Αλλά τα φθαρμένα τακούνια, μήπως θα ψιθυρίζουν ακόμα το μυστικό τους ξόρκι, ξεχασμένα σε κάποιο πατάρι; Follow the yellow brick road, little Dorothy. Little girl lost. Little boy lost. Little boy… Lost.