Δευτέρα 3 Αυγούστου 2009

Φινάλε

Η μια ζεστή, ηλιόλουστη μέρα διαδέχεται την άλλη. Ίδιες. Απαράλλακτες μέσα στη χαύνωσή τους. Και τη φωνή του μουεζίνη, να μετράει τις ώρες. Με τα ίδια λόγια, τον ίδιο ολολυγμό, που τις νύχτες σε ξυπνάει απ’ τα ιδρωμένα όνειρά σου. Η πόλη ασθμαίνει στον Αυγουστιάτικο καύσωνα και στο αποπνικτικό μου δωμάτιο, οι τοίχοι μοιάζουν κάθε μέρα και πιο ροζ. Σήμερα, ας πούμε, έχουν το χρώμα του σολωμού.

Τα πιτσιρίκια στην αυλή σταμάτησαν το παιχνίδι. Παραδόθηκαν κι αυτά στη ζέστη. Όπως κι εγώ. Σταμάτησα πια να σκουπίζω τον ιδρώτα που τρέχει στο μέτωπο, στο στήθος, στην πλάτη μου. Γεύομαι την αλμυρή του γεύση κι ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα για να διώξω τις σταγόνες που μου μπαίνουν στα μάτια. Παραιτήθηκα. Το κάθε τι σ’ αυτή την πόλη με διώχνει μια ώρα αρχύτερα. Μετρώ τις μέρες μέχρι να φύγω.

Δεν θα κρατήσω πολλά από τη Σμύρνη. Ξένος ήρθα και σαν ξένος φεύγω. Προσπαθώ να βρω ίχνη της γοητείας που κάποτε πρέπει να είχε –μάταια. Προσπαθώ να δω την ομορφιά που μου λέγανε –μάταια. Τον κοσμοπολίτικο αέρα, το ευρωπαϊκό στιλ, τη ζωντάνια της τρίτης μεγαλύτερης πόλης της Τουρκίας… Μάταια. Δεν υπάρχει τίποτε. Τίποτε, πέρα από πολυκατοικίες που εξαπλώνονται σαν καρκινώματα σε κάθε λόφο, σε κάθε ακρογιαλιά, σε κάθε κόρφο που κάποτε μπορεί να ήταν γραφικός.

Τεράστια τσιμεντένια συγκροτήματα, ομοιόμορφα σαν κατάλοιπα του υπαρκτού σοσιαλισμού, ξεφυτρώνουν στα γύρω βουνά, ισορροπώντας επικίνδυνα στις πλαγιές. Το ελάχιστο πράσινο εξαντλείται στους καχεκτικούς φοίνικες των δρόμων και το κιτρινισμένο γρασίδι στις πελούζες του Κορντόν. Πιάνω τον εαυτό μου να κάθεται στην αποβάθρα του Κονάκ και να αγναντεύει τη θάλασσα. Ψάχνοντας τι; Την Ελλάδα; Μάταια και πάλι. Δεν φαίνεται από δω.

Τα χαμίνια του δρόμου βουτάνε στο λιμάνι για να δροσιστούν. Τα μαύρα τους μαλλιά αστράφτουν στην αντηλιά και το δέρμα τους γυαλίζει σαν μπακίρι, όπως σκαρφαλώνουν στα βράχια για να στεγνώσουν. Τα ζηλεύω. Ζηλεύω την ξενοιασιά τους. Την ανεμελιά και την αφέλειά τους. Ποιος άνθρωπος στα λογικά του, θα βούταγε σ’ αυτά τα νερά;

Νιώθω εξόριστος. Σαν φυλακισμένος που κοιτάει από τα κάγκελα του κελιού του την απεραντοσύνη του κόσμου. Χαζεύω τους γλάρους που ακολουθούν τα καραβάκια του Γκιουζέλ Γιαλί κι ασυναίσθητα τεντώνω το κορμί μου, σαν να θέλω να πετάξω κι εγώ. Να απλώσω τα φτερά μου και να φύγω. Και στο ’πα χαλασιά μου, στα ξένα να μην πας…
Και να μην πήγαινα, δηλαδή; Όλα για μένα, ξένα είναι. Παντού. Και πάντα. Εκτός από το σαράκι μου. Αυτό μου είναι γνώριμο. Το σαράκι που με τρώει μέρα-νύχτα, που δεν μ’ αφήνει να σταθώ πουθενά, να ξαποστάσω. Σαν τον οίστρο που έστειλε η Ήρα στην αγελάδα Ιώ να την παιδεύει, με τσιγκλάει συνέχεια, αλύπητα. Να φύγω, να αλλάξω, να κάνω κάτι άλλο, διαφορετικό, καινούργιο.

Σαν την Ιώ κι εγώ, διέσχισα τον Βόσπορο και βρέθηκα στην Ασία –να μιλάει άραγε ο μύθος για την εποίκιση της Ανατολής από Ελληνικά φύλα; Αλλά εμένα δεν με περίμενε ο Δίας, εδώ. Τον Ήφαιστο βρήκα και την πυρά των καμινιών του. Και το σαράκι μου ξύπνησε από τη χειμερία νάρκη του κι άρχισε πάλι να με ροκανίζει. Να φύγω, ν’ αλλάξω, να κάνω κάτι άλλο, διαφορετικό, καινούργιο.

1 σχόλιο: