Παρασκευή 17 Ιουλίου 2009

Βαποράκι του Μπουρνόβα και καρότσα της στεριάς

Μπαίνοντας στη Μαγνησία –Μανίσα τη λένε εδώ- το τοπίο αλλάζει. Οι χαμηλοί λόφοι γίνονται βουνά και τα πουρνάρια δίνουν τη θέση τους στα πεύκα. Μαζί με το τοπίο, άλλαξε κι ο καιρός. Πήρε να δροσίζει και συννέφιασε. Πάνω στη βουνοκορφή άρχισαν να πέφτουν κι οι πρώτες ψιχάλες. Κρίμα που δεν ανοίγει το παράθυρο, να μυρίσω το βρεγμένο χώμα. Τη λατρεύω αυτή τη μυρωδιά. Μαζί με το φρεσκοκουρεμένο γκαζόν και τα ξυσμένα μολύβια.

Και μου πάει η βροχή. Πολύ. Η συννεφιά, ο αέρας, τα αστραπόβροντα. Τρελαίνομαι για τις καλοκαιρινές καταιγίδες, που η φύση ξεσπάει όλη της τη μανία μονομιάς, λες και ξέρει ότι δεν προλαβαίνει. Πρέπει να εξαντλήσει το ρεπερτόριό της, πριν ξαναβγεί ο ήλιος. Πού τέτοια τύχη σήμερα… Ψιχαλίζει για κάνα μισάωρο, ίσα-ίσα για να γλιτσιάσει ο δρόμος και να πάει ακόμα πιο αργά το λεωφορείο, που αγκομαχάει στις ανηφοριές του βουνού με το παράξενο όνομα Σπιλ. (Σιπίλ το προφέρουν οι ντόπιοι. Κατά το σιπόρ, φιλίμ, κουλούμπ. Κάτι παθαίνουν με τα διπλά σύμφωνα οι Τούρκοι. Δεν μπορούν να τα προφέρουν μαζί και βάζουν ένα «ι» στη μέση για να διευκολύνουν τη γλώσσα τους).

Κατηφορίζουμε πια για τη Σμύρνη. Μια-μιάμιση ώρα δρόμος το πολύ. Μεγάλη χώρα. Σε διαλύουν οι αποστάσεις. Την τελευταία φορά είχα έρθει από τη Χίο, με βαπόρι. Έμεινα ένα Σαββατοκύριακο όλο κι όλο και δεν θυμάμαι σπουδαία πράγματα. Τώρα θα μείνω κάμποσο –έτσι λέω τουλάχιστον. Μπορεί να τα μαζέψω και να φύγω σε δυο μέρες πάλι. Μπακαλίμ. Θα δούμε. Φυσάει στο τέρμα των λεωφορείων. Μια τεράστια αλάνα που παρκάρουν τα λεωφορεία, με βενζινάδικο, καφετέρια και διανυκτερεύοντα υπάλληλο, παρακαλώ. Ο αέρας σέρνει τα τενεκεδάκια των αναψυκτικών στο τσιμέντο και κάνει τα σκουπίδια να στροβιλίζονται στις γωνιές, σαν δερβίσηδες.

Ερημιά τέτοια ώρα. Εγώ κι ο διανυκτερεύων υπάλληλος. Που με κοιτάει μάλλον ύποπτα, γιατί αντί να πάω στην πιάτσα να πάρω ταξί, όπως κάθε ταξιδιώτης που σέβεται τον εαυτό του, θρονιάστηκα στην καφετέρια και παράγγειλα τοστ. Περιμένω. Τον Λούτφι, να έρθει να με μαζέψει. Δεν τον ξέρω. Για την ακρίβεια, δεν τον έχω δει ποτέ. Μας έφεραν σε επαφή από το πανεπιστήμιο, επειδή εγώ έψαχνα σπίτι κι αυτός συγκάτοικο.

Περιμένω. Περιμένω πολύ. Κάπου μιάμιση ώρα. Άφαντος ο Λούτφι. Μου είχε πει «θ’ αργήσω λίγο, αλλά θα ‘ρθω». Το καλό που σου θέλω. Και δεν απαντάει στο τηλέφωνο, τρομάρα του. Ο διανυκτερεύων σε λίγο θα με πετάξει έξω. Χτυπάει το κινητό. «Σε πέντε λεπτά θα είμαι εκεί». Κάνω τους υπολογισμούς μου. Πριν μιάμιση ώρα μου είπε σε 20 λεπτά, άρα στα 20 λεπτά, 90 καθυστέρηση, στα 5 πόσο; Το Χ ισούται με τον υπεράνω αυτού αριθμό, επί το κλάσμα αντεστραμμένο. Χ=90 x 5/20.

Μέχρι να τελειώσω την απλή μέθοδο των τριών, ακούω μια φωνή πάνω από τον ώμο μου. «Μέρχαμπα» Γυρνάω και βλέπω ένα καλικαντζαράκι. Κυριολεκτικά. Πώς ήταν εκείνο το ξωτικό, στον Χάρι Πότερ και… Τα μυστικά του βάλτου; Τα μυστικά της Κοντέσας Βαλέραινας; Κάτι τέτοιο, τέλος πάντων. Φτυστός, όμως. (Είναι αυτό που λες στον άλλον «Μου θυμίζεις κάποιον από μια ταινία». Και πάνω που πάει να χαρεί ότι μοιάζει με σταρ του Χόλυγουντ, συμπληρώνεις «Α, ναι μωρέ, το γκόλουμ»).

Δεν βαριέσαι, όμορφος, άσχημος, δεν θα τον παντρευτώ κιόλας. Σηκώνομαι να τον χαιρετίσω και τον χάνω απ’ το οπτικό μου πεδίο. Διότι, το… παιδίον, είπε να με βοηθήσει με τις βαλίτσες. Και πήγε να σηκώσει τη μια. Η οποία έπεσε και τον πλάκωσε. «Άστο ρε καρντάση, μην πάθεις καμιά κήλη και σου ρίχνω μετά βεντούζες να ισιώσεις». «Όχι μπορώ». «Τι μπορείς ρε κιρκιντζέ, που η βαλίτσα είναι μεγαλύτερη από το μπόι σου;».

Τίποτε ο Λούτφι. Το πήρε πατριωτικά. Ζαλώνεται το σακ βουαγιάζ, γιατί την τροχήλατη δεν μπορούσε ούτε να τη σπρώξει κι ήταν τόσο αστείος, που μέχρι κι ο διανυκτερεύων βγήκε από το γκισέ του να μας χαζέψει. Δυο ποδαράκια, ένας σάκος κι από πάνω ένα κεφάλι με πεταχτά τσουλούφια και κάτι τεράστια αυτιά, σαν το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ.

Με τα πολλά, μπαίνουμε στο αυτοκίνητο και ξεκινάμε. Τα φώτα της Σμύρνης αριστερά μας, κάτω από τον αυτοκινητόδρομο. Δεξιά, το χάος και το μαύρο σκοτάδι. Και φυσικά, στρίβουμε δεξιά. Όσο έβλεπα τον πολιτισμό να απομακρύνεται, τόσο δαγκωνόμουν. «Κατά πού πηγαίνουμε, πατριώτη;». «Στη Μπόρνοβα». «Και κατά πού πέφτει αυτή η Μπόρνοβα;». «Λίγο έξω από τη Σμύρνη».

Λίγο έξω από τη Σμύρνη, ήταν ο σταθμός των λεωφορείων. Πόσο πιο έξω, δηλαδή; Του διαόλου τη μάνα, την ξέρεις; Ε, ακόμα παραπέρα. Δρόμο παίρνουμε, δρόμο αφήνουμε, πιάνουμε κάτι ανηφόρες, κάτι κατηφόρες, μπαίνουμε σε κάτι ερημιές που ούτε αδέσποτα δεν έβλεπες –διότι τι να κάνει το αδέσποτο στην ερημιά; Ποιος θα το ταΐσει; Σκοτάδι πήχτρα στο μεταξύ. Μωρέ, πού με πάει τούτος; «Ρε παλικάρι, γιατί πήραμε τα όρη, τα άγρια βουνά;». «Τώρα, φτάνουμε». «Πού; Στο Αφιόν Καραχισάρ;». «Όχι, σπίτι μου». «Μπα, έχει και σπίτια εδώ πάνω; Γιατί εγώ περίμενα σπηλιές κι αρκούδες».

Είχε. Το εξής ένα. Του Λούτφι. Και δικό μου, για όσο θα έμενα στη Σμύρνη. (Άσχετο. Το τραγούδι, γιατί μιλάει για βαποράκια του Μπουρνόβα, αφού ο Μπουρνόβας είναι στα βουνά; Εκτός αν εννοεί άλλα βαποράκια. Από το Αφιόν Καραχισάρ, που λέγαμε;).

Η συνέχεια στο επόμενο...

3 σχόλια:

  1. Ρεζίλι κόντεψα να γίνω. Διάβαζα το - εξαιρετικά γραμμένο και με χιούμορ - κείμενο στο γραφείο, μπροστά στο μεγάλο αφεντικό όσο μίλαγε μια συνάδελφος και ξεράθηκα από τα γέλια. Και όταν ζήτησαν να τους πω τί διαβάζω, δεν ήξερα τί να απαντήσω...
    Τι τραβάς και εσύ ο δόλιος...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Τι τραβάω; Τις ταλαιπωρίες, σαν μαγνήτης. miknatis gibi.

    ΑπάντησηΔιαγραφή