Τετάρτη 15 Ιουλίου 2009

Οδοιπορικό

Δρόμος ατέλειωτος, μακρύς, φιδογυριστός. Άσφαλτος σκασμένη απ' τον ανελέητο ήλιο. Το λεωφορείο τραντάζεται σαν κονσερβοκούτι, καθώς διασχίζει αχανείς εκτάσεις με χωράφια, λόφους και μικρά ποτάμια που κάποτε μπορεί να κατέβαζαν νερό. Τώρα, μετράς τα βότσαλα στον βυθό τους. Ξηρασία. Ζέστη. Πέτρα κι άγονα βράχια. Ο Τούρκος δίπλα μου κοιμάται, με το κεφάλι γερμένο στο πλάι. Όταν τα τραντάγματα του λεωφορείου με φέρνουν κοντά του, μου 'ρχεται μια μυρωδιά από σουντζούκι και μπαχάρια. Όχι ακριβώς δυσάρεστη, αλλά… Βαριά. Ταγκή. Κι είναι νέος –όχι πάνω από 28-30; Ψηλός, για Τούρκος. Τα πόδια του δεν χωράνε στο κάθισμα και πιέζει με το γόνατό του το δικό μου. Φοράει μαύρο παντελόνι και πουκάμισο (μ’ αυτή τη ζέστη;), αλλά καφέ παπούτσια. Σκαρπίνια. Σαν αυτά που κοροϊδεύαμε παιδιά, όταν πηγαίναμε ταξίδι στην επαρχία.

Ο ουρανός απέραντος, ξεθωριασμένος από τη μεσημεριάτικη λαύρα. Πόσο πιο μακρινός δείχνει ο ορίζοντας όταν δεν υπάρχουν βουνά… Το τοπίο αδιάφορο. Ξερό, σκονισμένο, άχρωμο. Μπορεί να φταίει η ώρα. Μπορεί και η διάθεσή μου. Έχω βάλει μουσική για να μην ακούω τα μωρά που κλαίνε και τις μαντιλοφόρες μανάδες που τα μαλώνουν σε μια γλώσσα ακόμα άγνωστη. Η τηλεόραση που μου τάξανε δεν έχει σήμα μάλλον. Η εικόνα έχει παγώσει, στο πρόσωπο κάποιου άντρα που μοιάζει να μορφάζει από πόνο. Λες και θα καταλάβαινα τίποτε, ακόμα κι αν έπαιζε. Καλύτερα. Ένας θόρυβος λιγότερος.

Τα χωριά που περνάμε, θλιβερά. Φτωχικά σπίτια, ξιπόλητα παιδιά, άντρες με μουστάκι και ριγέ πουκάμισα (γιατί έχουν τόση αδυναμία στα ριγέ πουκάμισα στη Μέση Ανατολή;) και σκυθρωπές γυναίκες με μαντίλα. Κτήρια παλιά, παραμελημένα, με τοίχους που ξεφλουδίζουν και παράθυρα που χάσκουν. Μόνο τα τζαμιά είναι περιποιημένα. Αλίμονο. Σκελετωμένα δάχτυλα οι μιναρέδες, δείχνουν τον δρόμο για τη βασιλεία των ουρανών. Σε ποιον; Κανείς δεν δείχνει να νοιάζεται. Βράχνιασε ο μουεζίνης να καλεί τους πιστούς για προσευχή. Απόγευμα πήγε πια. Πείνασα. Η μπαγιάτικη μυρωδιά του διπλανού μου, άρχισε να μου φέρνει ναυτία. Ας κάνουμε μια στάση, κάπου, οπουδήποτε. Να κάνω ένα τσιγάρο τουλάχιστον.

Η ζέστη όταν βγαίνεις από το λεωφορείο, σε χτυπάει σαν γροθιά. Λεκέδες ιδρώτα ξεφυτρώνουν στον λαιμό μου, στο στήθος, στις μασχάλες μου. Ωραία. Τώρα θα μυρίζω κι εγώ σαν τους άλλους. Να που έγινα κιόλας ντόπιος. Τα μαλλιά μου κολλάνε στο σβέρκο, ο αναπτήρας γλιστράει στα δάχτυλά μου, το τσιγάρο μουλιάζει από τις στάλες του ιδρώτα, αλλά το ανάβω. Κι εισπνέω τον καπνό βαθιά, με κλειστά τα μάτια. Surgeon’s warning kiss my ass. (Τι κάνω εδώ; Τι δουλειά έχω εγώ εδώ; Γιατί δεν είμαι σε μια παραλία με τους φίλους μου ή έστω στο δροσερό μου διαμέρισμα; Πού πάω;).

Ανοίγω τα μάτια. Τίποτε δεν άλλαξε. Ο ατέλειωτος δρόμος, η σκασμένη άσφαλτος, τα σαραβαλιασμένα βανάκια με τα κρόσια στο παρμπρίζ και τα φορτηγά που γράφουν Allah korusun στην καρότσα. Ο Αλλάχ να φυλάει. Τα έρμα. Σαν εμένα.

1 σχόλιο:

  1. Στην Πόλη δεν έχω πάει ακόμη. Έχω πάει όμως Σμύρνη. Πολλές φορές. Αυτή η μυρωδιά που λες είναι που σε κάνει να γυρίζεις και να ξαναγυρίζεις. Το χάσιμο μες τα βρόμικα στενά και απο πάνω σου η φωνή που βγαίνει απο τα τζαμιά και σε κάνει να κλαις χωρίς λόγο.
    Εάν μπορούσα και είχα την ευκαιρία νομίζω πως θα ήθελα να ζήσω και να δουλέψω στην Ανατολή!
    Καλός σε βρήκα και...İyi günler

    ΑπάντησηΔιαγραφή