Δευτέρα 27 Ιουλίου 2009

Πράξη πρώτη

Η πολυκατοικία μου είναι γωνιακή, με δυο εισόδους. Λέγεται Ful Αpartmani, γιατί εδώ όλα τα κτήρια έχουν όνομα. Οι δρόμοι πάλι, όχι. Είναι αριθμημένοι, χωρίς καμιά εμφανή λογική ή σειρά. Εγώ, ας πούμε, μένω γωνία 1420 και 1428. Για να το πεις αυτό σε ταξιτζή, πρέπει να έχεις κάνει τουλάχιστον δυο μήνες εντατικά.

Στους δρόμους του Μανχάταν, λέει, προτίμησαν να δίνουν αριθμούς για να διευκολύνουν τους μετανάστες, που δεν ήξεραν τη γλώσσα. Όσο και να πεις όμως, πιο εύκολα σου έρχεται το twenty second street, παρά το bin dört yüz yirmi sekiz sokağı. Και yirmi sokak γωνία.

Το διαμέρισμα είναι στο επίπεδο του δρόμου. «Υπερυψωμένο ισόγειο», που γράφουν και στις αγγελίες. Μεγάλο. Όλα τα διαμερίσματα εδώ, είναι μεγάλα. Οι Τούρκοι μένουν με τους δικούς τους, μέχρι να παντρευτούν. Ή να μεταναστεύσουν –ό,τι έρθει πρώτο. Τα σπίτια λοιπόν, έχουν τη λογική της μεγάλης οικογένειας. Το δωμάτιό μου είναι βαμμένο ροζ κουφετί. Τοζ πεμπέ, που λένε οι ντόπιοι. Χρώμα που θυμίζει Μπάρμπι, τσιχλόφουσκες και κοριτσίστικα όνειρα.

Μ’ αφήνει παγερά αδιάφορο, καθώς δεν είχα ποτέ μου Μπάρμπι, αντιπαθώ τις τσιχλόφουσκες και δεν υπήρξα ποτέ κορίτσι –αν και ως παιδί, οι γύρω μου κατέβαλλαν φιλότιμες προσπάθειες να με πείσουν για το αντίθετο. «Κοριτσάκι, έχεις ώρα;», με ρωτούσαν οι περαστικοί στον δρόμο. «Τι όμορφο κοριτσάκι! Δικό σας είναι;» έλεγαν στη μάνα μου. Θυμάμαι μια φορά που πήγαμε όλος ο θίασος μαζί στο κομμωτήριο για να κουρευτεί η αδελφή μου. «Γιατί δεν τα κόβεις κοντά, σαν το άλλο κοριτσάκι;» της πρότεινε η κομμώτρια. Εγώ ήμουν το άλλο κοριτσάκι. Έφτασα στο σημείο να ξυρίζομαι από την Πέμπτη Δημοτικού, γιατί κάποιος μου είπε ότι έτσι θα βγάλω γένια γρηγορότερα.

Μέσα σ’ αυτούς τους ροζ μπονμπόν τοίχους λοιπόν, μετακόμισα βαλίτσες, βιβλία και την γκρίζα μου διάθεση. Το παράθυρο βλέπει στον ακάλυπτο, που τα απογεύματα μετατρέπεται σε παιδότοπο για την πιτσιρικαρία του Φουλ Απαρτμανί Νο 9. Και βιλαέτι του μικρόσωμου, αεικίνητου Αλή. Του αρχηγού της συμμορίας. Παίζαν οι μικρότεροι, κλέφτες κι αστυνόμους κι ήταν αρχηγός η Αργυρώ… Η οποία υπήρξε στ’ αλήθεια. Δούλευε λουστράκι στην πλατεία Βικτωρίας και πέθανε από πείνα στην Κατοχή. Μόνο το στιχάκι έμεινε, σαν απόηχος μιας Αθήνας που λίγοι θυμούνται πια. Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος κι ο πατέρας μου, ίσως.

Το νέο μου σπίτι είναι ζεστό, φασαριόζικο, ψυχεδελικά πολύχρωμο, αλλά κεντρικό. Η συγκάτοικός μου νέα, πρόσφατα χωρισμένη, λίγο καταθλιπτική και πολύ έγκυος. Τις μισές μέρες μένει στους δικούς της, σ’ ένα χωριό έξω από το Κουσάντασι. Τις άλλες μισές, κοιμάται ως το μεσημέρι και τα βράδια μαζεύονται οι φίλες της να της κάνουν παρέα. Δεν βλεπόμαστε σχεδόν ποτέ. Πράγμα που με βολεύει αφάνταστα. Μόνο που δεν μπορώ να κυκλοφορώ στο σπίτι με τα σώβρακα.

Αρχίζω να μαθαίνω τα κατατόπια. Ευθεία μέχρι το νοσοκομείο, αριστερά στο κτήριο της TRT, όλο ίσια μέχρι την Ταλάτ Πασά και δεξιά στον πεζόδρομο της Κιμπρίς Σεχιτλερί. Των θυμάτων της Κύπρου. Όπου βρίσκεται το παράρτημα του πανεπιστημίου της Άγκυρας. Σύμπτωση; Ή τραγική ειρωνεία;

Η Κιμπρίς είναι μια μικρή Ερμού. Εμπορικά και φαγάδικα λογής-λογής στριμώχνονται σε οκτακόσια-τόσα μέτρα δρόμου. Δεξιά κι αριστερά (εκατέρωθεν θα έγραφα, αν ήμουν λόγιος ή ο φίλος μου ο Τζίμι) απλώνονται ακτινωτά καλντερίμια, στενά, σκιερά και γεμάτα μαγαζάκια για φαΐ, ποτό, καφέ, ναργιλέ ή τάβλι. Η τέλεια φοιτητική συνοικία. Το ιδανικό μέρος για χάζι.

Όλος ο κόσμος κάποια στιγμή περνάει από δω: βιαστικοί γιάπηδες με λάπτοπ, καλοντυμένες γυναίκες που παραπαίουν με τα τακούνια τους στο γλιστερό πλακόστρωτο, μαθητές που σκοτώνουν τις ώρες των διακοπών τους, νοικοκυρές με τσάντες από ψώνια, μουσουλμάνες τυλιγμένες σαν σαρμάδες μες τον καύσωνα, μαυριδεροί άντρες με φανταχτερά πουκάμισα που μπροστά τους, το σπίτι μου μοιάζει μουντό κι άχρωμο…

Και φυσικά, εμείς. Οι φοιτητές του τμήματος εκμάθησης τουρκικών για ξένους. Yabancı için dil eğitimin bölümü. Αν καταφέρεις να το πεις αυτό μονοκοπανιά, σε βάζουν κατευθείαν στους προχωρημένους. Εγώ κόμπιασα. Κι έμεινα στο Ορτά τεμέλ. Στο μεσαίο επίπεδο. Μαζί με τρεις Λευκορωσίδες, τρεις Σέρβες, μια Νορβηγίδα, την αναπόφευκτη Αμερικάνα, έναν ακόμα Έλληνα, έναν Ούγγρο κι έναν Νιγηριανό. Δώδεκα Απόστολοι, ο καθένας με τον πόνο του.

Dramatis personae. Κατά σειρά εμφανίσεως ή μάλλον, κατά σειρά θέσεως στο μεγάλο Π που σχηματίζουν τα θρανία γύρω από την έδρα. Αντάμ, ο Μαγιάρος διανοούμενος, με κοκκάλινα γυαλιά, σκουλαρίκι στο φρύδι, στενά, γελαστά ματάκια και πλατύ, παιδικό χαμόγελο. Βαρύ σώμα, ανάλαφρη διάθεση. Μιλάει τα τούρκικα αργά, διστακτικά, κιναισθητικά, με λίγες λέξεις και πολλές χειρονομίες.

Όλγα, η νύμφη του Δνείπερου ποταμού, βγαλμένη λες από πίνακα του Μποτιτσέλι. Αγγελικά όμορφη, με μια συστολή που διαψεύδει τα είκοσί της χρόνια και χαρακτηριστικά που παραπέμπουν σε φρούτα και λουλούδια. Μιλάει σιγανά, προσεκτικά, με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά στο πρόσωπο, κοιτώντας πάντα –και μόνο- την καθηγήτρια. Χαμογελάει σπάνια, μιλάει ακόμα σπανιότερα και δεν μοιάζει να έχει συναίσθηση της ομορφιάς της, πράγμα που την κάνει ακόμα πιο γοητευτική.

Μόνα, η Σκανδιναβή τουρίστρια που ερωτεύτηκε τη χώρα κι αποφάσισε να εγκαταλείψει την προβλέψιμη Νορβηγία και να εγκατασταθεί στην απρόβλεπτη Ανατολή. Ψηλή, αδύνατη, μάλλον άχαρη, με πρόωρα γκριζαρισμένα μαλλιά και λευκό δέρμα γεμάτο κοκκινίλες από τον ήλιο. Πάντα άβαφη, ατημέλητη, μιλάει μονότονα, ανέκφραστα, αλλά σωστότερα απ’ όλους. Θα ήταν τελείως αδιάφορη, αν δεν είχε αυτά τα υπέροχα, σχεδόν βιολετιά μάτια.

Μισέλ, η κλασική Αμερικανίδα, με το ωραίο πρόσωπο και το άσχημο σώμα. Ζει στη Σμύρνη εδώ κι ένα χρόνο, αλλά δεν έχει αποβάλλει ακόμα την ισοπεδωτική προφορά των μεσοδυτικών πολιτειών. Μιλάει άνετα, αλλά θες διερμηνέα να την καταλάβεις, γιατί νομίζεις ότι τα λέει στ' Αγγλικά. Κουβαλάει τα παραπανίσια κιλά της με την αδιαφορία γυναίκας που έχει αποδεχτεί τον εαυτό της –ή έχει παραιτηθεί από την προσπάθεια. Και τα τροφοδοτεί σε κάθε διάλειμμα με γεμιστά μπισκότα σοκολάτας.

Εγώ, ο περιπλανώμενος Έλληνας, που ήρθα στην Τουρκία για να ξεφύγω απ’ τον εαυτό μου κι ανακάλυψα ότι τον κουβάλησα μαζί μου, σαν λαθρεπιβάτη. Μεγαλύτερος σε ηλικία απ’ όλους, αλλά τόσο ετοιμόλογος, τόσο αυθόρμητος, τόσο… Τόσο ανώριμος, ίσως; Ο αιώνιος τυχοδιώκτης, ο άνθρωπος που πάντα έφευγε, χωρίς να φτάνει πουθενά. Ο Οδυσσέας του Καβάφη, που δεν βιάζεται να επιστρέψει στην Ιθάκη. Νεότερος από τα χρόνια μου, κάποτε ωραίος, τώρα βαρύτερος, γκριζαρισμένος, σκιά του ζεν πρεμιέ που υπήρξα άλλοτε. Αντίθετα από την Μισέλ, μιμούμαι εξαιρετικά την προφορά, αλλά δεν μπορώ να συντάξω σωστά ούτε μια παραγγελία στο εστιατόριο.

Διάλειμμα για διαφημίσεις. Η δεύτερη πράξη μετά το κουδούνι.

4 σχόλια:

  1. ακόμη και όταν γράφεις με το ύφος άλλου, γράφεις τέλεια...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Υavaş yavaş με τα τούρκικα! Κι εγώ όταν ξεκίνησα να τα μαθαίνω με τον ανεπανάληπτο Bahadir έπιανα την προφορά αλλά δε μπορούσα να βάλω δυο λέξεις στη σειρά. Θυμάμαι μου έλεγε ότι σκέφτομαι σαν ελληνίδα, γι'αυτό δεν τα κατάφερνα. Έπρεπε, λέει, να σκέφτομαι όπως οι τούρκοι. Τραγουδιστά!

    Αν ήσουν πριν 2 χρόνια στην Σμύρνη θα κερνούσα καφέ κάθε Κυριακή στο νοσοκομείο (τί έκανα εκεί...άστο για άλλη φορά!).

    Iyi akşamlar "komşu"!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. δεν χωρεί αμφιβολία περί τούτου, όπως θα έλεγε και η Ασημί...

    ΑπάντησηΔιαγραφή