Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2010

Παραλήρημα

Παραμονές Χριστουγέννων στην τενεκεδούπολη. Τενεκεδάκια όλων των ειδών κατρακυλάνε στις κατηφόρες του Βενιζέλου. Όχι του αεροδρομίου. Της γειτονιάς. Μου πήρε 40 χρόνια να μάθω ότι Βενιζέλου, εκτός από όνομα δρόμου, είναι και περιοχή στην Αθήνα. Η πόλη ντυμένη στα γιορτινά της. Σκουπίδια, σακούλες, χαρτιά κι αποφάγια. Η χαρά του αδέσποτου. Και του ανυποψίαστου διαβάτη που κάνει στιπλ για να βγει στη λεωφόρο. Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Πανόρμου, να εύχεσαι να μην έχει βρέξει. Γιατί όταν βρέχει, οι κατηφόρες γίνονται χείμαρροι. Και οι χείμαρροι παρασύρουν τα σκουπίδια. Και τα απλώνουν όλο χάρη στη μέση του δρόμου. Θα μου πεις, τέτοιο Δήμαρχο που είχαμε, τέτοια εικόνα μας ταιριάζει.

Ευτυχώς θα φύγω πάλι. Πριν τα Χριστούγεννα. Να γλιτώσω απ’ τη φαβέλα. Δεν είναι πόλη πια αυτή. Μια ατέλειωτη χωματερή είναι. Ακόμα και η εικονική της πραγματικότητα, η τηλεόραση, γεμάτη σκουπίδια είναι κι αυτή. Μια η Πετρούλα σε ρόλο ταξιτζή να τουρλώνει τον κώλο της στους περαστικούς, μια ο Λιάτσος να προλογίζει με ύφος Λάρι Κινγκ ρεπορτάζ για το Νext Τop Βimbo και στον Άλφα –που είναι τελείως βήτα- κάποιοι μαγειρεύουν. Κάποιοι, πάντα μαγειρεύουν στην ελληνική τηλεόραση. Πώς το ‘λεγε ο Γκάτσος; «Τίποτε πια δεν ακουγότανε, μα πάντα πόλεμος γινότανε».

Κάποια Ιωάννα –η οικοδέσποινα της βραδιάς- κακοποιεί την ελληνική γλώσσα, ενώ οι… χμ… καλοπροαίρετοι καλεσμένοι της κακοποιούν τη μαγειρική της. Κάτσε ρε φίλε. Σε καλεί η άλλη σπίτι της. Καλή, κακή, έκατσε και σου μαγείρεψε τρία πιάτα, έκανε την φιλιπινέζα όλο το βράδυ, μέσα-έξω στην κουζίνα, σας τάισε, σας πότισε και συ την θάβεις; Άσε το άλλο. Που ενδιαμέσως του γεύματος, πάνε και ψαχουλεύουν τα ξένα σπίτια. Και κάνουν και πρωτότυπα σχόλια. «Κρεβατοκάμαρα πρέπει να είναι εδώ». Άαααντε! Τι λε, ρε Πουαρό; Έχεις δει πολλά μπάνια με διπλό κρεβάτι και ασορτί κομοδίνα; Μετά ανοίγουν και τα συρτάρια. Βγάζουν σώβρακα, κάλτσες, προφυλακτικά, KY, δονητές, δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο.

Ωραία. Τα βίτσια του κάθε πονεμένου, στο γυαλί. Μια χαρά. Πες μου πού δηλώνουν συμμετοχή, να πάω κι εγώ. Να ξεροσταλιάσω στην κουζίνα πέντε ώρες να φτιάξω χουνκιάρ μπεγεντί και να βγει η σακαφιόρα με το μαλλί του οξυζενέ να πει «μμμ, δεν ξέρω, δεν με ενθουσίασε, του βάζω τρία». Τρία τσουλούφια να σου μείνουνε, μωρή, που δεν σε ενθουσίασε κιόλας. Άιντε μη σε λούσω με τον πουρέ και πάνε στράφι οι μελιτζάνες. Φλορέντζω, ε φλορέντζω.

Τώρα έχει προσεχώς. Όπως στο σινεμά. Αύριο στις 10 το βράδυ, λέει, ποιος τη χάρη μας. Θα έχει έναν αγρότη μόνο που ψάχνει. Επιχορήγηση; Αποζημίωση για τις πλημμύρες; Όοοοοχι. Την αδελφή ψυχή του. Και αντί να την αναζητήσει μόνος του, έβαλε προξενήτρα τον Άλφα. Όλο αυτό με μουσική υπόκρουση Ρόμπι Γουίλιαμς. Η χαρά του Αλτσχάιμερ. Πώς ήταν εκείνο το ντοκιμαντέρ, πριν μερικά χρόνια; Το Sugartown? Που ξαμολήθηκαν οι κάτοικοι της Ζαχάρως να βρουν νύφες στη Ρωσία; Και πήγε όλο το μπουλούκι, μαζί με τον δήμαρχο, στη Μόσχα αδελφές μου, στη Μόσχα, να βρουν τη ρωσίδα Γκόλφω, να τη φέρουν στο χωριό για να αρμέγει τα γελάδια. Να το δεις. Το Sugartown, όχι τον αγρότη. Αυτός, δεν βλέπεται με τίποτε. Ειδικά ένας μπάρμπας με μαλλί σκούπα, που είναι σαν τη μακαρίτισσα τη Νίτσα Τσαγανέα με περούκα, τι να σου πω… Αυτόν, τον βλέπω να μένει μόνος και να ψάχνει επ’ άπειρον.

Καλά, αν κόψουν την Πετρούλα από την τηλεόραση, ο Λαζόπουλος θα μείνει χωρίς δουλειά. Πολλή Πετρούλα παίζετε κύριε Λάκη μου κι έχω δυσανεξία στη βλακεία. Των άλλων, όχι τη δική μου. Αυτή, την έχω συνηθίσει. Άσε το άλλο… Με τα τούρκικα σίριαλ. Ούτε στην Τουρκία δεν παίζει τόσα. Στο σταυρό που σου κάνω. Ταινίες παίζει. Και ριάλιτι. Και πολλά τοκ σώου. Σίριαλ, ένα που έβλεπα εγώ πέρυσι, είχε να κάνει με τη χούντα του Εβρέν, τα βασανιστήρια, τους εκτοπισμούς και τις φυλακίσεις, όχι με τον Γιάγκο Δράκογλου και το σόι του. Κι άλλο ένα, πρόπερσι αυτό, που βασιζόταν σε έργο του Τάνπιναρ. Μελούρα του κερατά, αλλά το βιβλίο είναι κλασικό. Κάτι σαν την Αίθουσα του Θρόνου; Σπουδαίο βιβλίο, όχι και τόσο σπουδαίο σίριαλ. Ένα τέτοιο πράγμα και το Ask-ı memnu.

Αυτό αλήθεια, πώς ξέφυγε του Αντένα; Κύριε Κυριακού, ακούτε; Άμα θέτε, σας το υποτιτλίζω εγώ. Δεν έχει και πολύ διάλογο ούτως ή άλλως. Πολύ γκρο πλαν στους πρωταγωνιστές και πονεμένες σιωπές. Βλέπε Νησί. Αλήθεια, τι κάνει αυτό; Μετά το πρώτο επεισόδιο, χαθήκαμε. Ούτε ένα τηλέφωνο, βρε παιδί μου. Και παίζει κι ένας φίλος μου, να φανταστείς. Όχι πρωταγωνιστικό ρόλο, βέβαια. Θα μου πεις και η Λέχου που ήταν πρωταγωνίστρια, μαθαίνω ότι την πεθάνανε στο τρίτο επεισόδιο. Εκτός αν παίζει το φάντασμα στο υπόλοιπο σίριαλ, δεν μου κάνει και πολύ μεγάλος ρόλος.

Μήπως να πάω να βάλω κάνα ποτό και να σταματήσω να ταλαιπωρώ το πληκτρολόγιο; Άντε, αρκετά παραλήρησα γι’ απόψε. Şerefe.

Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2010

Methiye

Γεννήθηκε στην Αθήνα, τη χρονιά του μεγάλου κραχ. Το πρώτο από τρία αγόρια. Από μάνα μεγαλουσιάνα και παππούδες πρόξενους και διπλωματικούς ακόλουθους και πατέρα μετανάστη στην Αμερική. Προκομμένος άνθρωπος ο παππούς μου. Και ξύπνιος. Μπίζνεσμαν που λένε, πολύ πριν εφευρεθεί ο όρος. Κάτι με αυτοκίνητα ανακατεύτηκε εκεί στο Ντιτρόιτ, κάτι ανταλλακτικά, καμιά ρεμούλα θα ‘παιξε, δεν μπορεί, βρέθηκε από το Έλις Άιλαντ στην προπολεμική Αθήνα με πολλά λεφτά. Εξ ου και αγόρασε τη μισή.

Μένανε πίσω απ’ το Σύνταγμα –δεν ήταν και μεγάλη η Αθήνα τότε. Η Πλάκα, το Μοναστηράκι, το Θησείο, το Κουκάκι, ο Κεραμεικός και τ’ Ανάκτορα. Το Κολωνάκι ήταν βοσκότοπος. Οι Αμπελόκηποι αυτό ακριβώς. Αμπελώνες. Η Δημητσάνας –αν έχεις υπόψη σου- ήτανε ρέμα. Τα Πατήσια, κτήματα ενός μεγαλοτσιφλικά Αρβανίτη, ήταν εξοχή που πηγαίνανε την Πρωτομαγιά, να πιάσουνε τον Μάη. Και στην Κηφισιά, πήγαινες με τον Μουντζούρη, δυο ώρες δρόμο. Γιατί «κει-φυσά» που λέγανε οι Αθηναίοι, Και φύσα-φύσα, βρεθήκανε με περιουσίες όλοι οι Μενιδιάτες που είχαν κτήματα εκεί.

Σχολεία ελάχιστα. Από την Καραγιώργη Σερβίας, πήγαινε σχολείο στου Φιλοπάππου. Στην κατοχή, τους επιτάξανε το σπίτι και φύγανε νύχτα για το εξοχικό, στο Ηράκλειο. Αττικής, όχι Κρήτης. Το Ηράκλειο τότε ήτανε χωριό. Κι η Καλογρέζα (από μια καλόγρια που είχε τη σκήτη της εκεί, καλή-γραία δηλαδή) στάνες με αιγοπρόβατα. Ηνωμένα Κατσικάδικα την έλεγαν ειρωνικά οι ντόπιοι.

Πέρασαν τα χρόνια, ανδρώθηκαν τα δυο αγόρια. Το τρίτο, το στερνοπούλι, γεννήθηκε μετά την απελευθέρωση. Έφυγαν για σπουδές. Αμερική ο μεγάλος, στα χνάρια του πατέρα του, Φλωρεντία ο δεύτερος. Κάποτε ήρθε διακοπές στην Ελλάδα. Στο Πήλιο. Σε μια παραλία του Αιγαίου γνώρισε μια όχι και τόσο νέα, ούτε και τόσο ωραία δασκάλα. Και την ερωτεύτηκε. Κι επειδή η δασκάλα με τα χρυσά μαλλιά δεν ήθελε να πάει στην Αμερική, τα παράτησε όλα και γύρισε εκείνος. Ήταν η χρονιά που δολοφονήθηκε ο Κένεντι.

Και ζήσανε αυτοί καλά και κάποιοι άλλοι, ενδεχομένως, καλύτερα. Έκαναν δυο παιδιά, χάρηκαν, λυπήθηκαν, τσακώθηκαν, φίλιωσαν, σαν όλα τα ζευγάρια. Αλλά έμειναν μαζί. Αγαπημένοι. Τόσο, που καμιά φορά τα παιδιά αισθάνονταν σαν παρείσακτα στο σπίτι. Εκείνος ήταν άνθρωπος κλειστός, λιγομίλητος, αυτάρκης. Η γυναίκα του δραστήρια, κοινωνική, τσαούσα. Κατά μάνα, κατά κύρη λοιπόν κάνανε μια κόρη φτυστή ο πατέρας της κι έναν γιο τάλε κουάλε με τη μάνα. Φρόντισαν να μην τους λείψει τίποτε. Εκτός από την προσοχή του πατέρα, ίσως. Που υπήρχε περισσότερο σαν ιδέα στο σπίτι.

Ήταν αγαπητός σε όλους, όμως. Πράος, ήρεμος, δεν λογάριαζε λεφτά. Δάνειζε απλόχερα και ξέχναγε να πάρει ενοίκια. Έδινε μαγαζιά σε κεντρικά σημεία με προπολεμικά ενοικιοστάσια, γιατί του κλαίγονταν οι νοικάρηδες. Εξ ου και η μισή Αθήνα του παππού, σιγά-σιγά πέρασε σε άλλα χέρια. Κάτι ο πόλεμος, η κατοχή, ο εμφύλιος, κάτι που δεν κληρονόμησε κανείς το επιχειρηματικό πνεύμα του παππού, φαγώθηκαν τα ακίνητα κι η κάποτε ατράνταχτη περιουσία τραντάχτηκε συθέμελα.

Δεν τον ένοιαζε όμως. Δεν θέλει και πολλά ο άνθρωπος για να’ ναι ευτυχισμένος, έλεγε. Του έφταναν όσα είχε. Κι ο κήπος του. Οι Κινέζοι λένε «αν θες να είσαι ευτυχισμένος για μερικούς μήνες, πάρε σκύλο. Για έναν χρόνο, παντρέψου. Για μια ζωή, όμως, φτιάξε έναν κήπο». Ήταν το καμάρι του και η ξεκούρασή του. Και τελικά ο τάφος του. Εκεί έπεσε ένα μεσημέρι του περασμένου Ιουλίου. Και χτύπησε το κεφάλι του στον τοίχο. Κι έπαθε εγκεφαλική αιμορραγία. Και πέθανε, μετά από δυο μήνες στην εντατική. Χωρίς να συνέλθει ποτέ.

Κρίμα που δεν επιτρέπεται η καύση των νεκρών στην Ελλάδα, πατέρα. Θα σκόρπιζα τις στάχτες σου στ’ αγαπημένα σου λουλούδια. Και θα ξεκουραζόσουν για πάντα στον κήπο σου, που τώρα φοβάμαι πως θα ρημάξει. (Θυμάσαι που θύμωσα όταν έκοψες την καρυδιά; Που, μέσα στον παιδικό θυμό μου, σου είπα «θα το πληρώσεις αυτό μια μέρα;». Να που το πλήρωσες τελικά. Συγγνώμη και γι’ αυτό. Και για πολλά άλλα).

Allah rahmet eylesin. Rest in peace, dad.

Πέμπτη 15 Ιουλίου 2010

Ησουν απών, Στάθη

Κάπου διάβασα ότι στο blog σου –λέει- πρέπει να γράφεις καθημερινά και να βγάζεις τα σώψυχά σου. Πρέπει –ξαναλέει- να μιλάς για τον εαυτό σου, σαν να γράφεις μόνο για σένα και να μην λογοκρίνεσαι. Και –ξανά μανά λέει ο σοφός Φου Μπου- να αφήνεις σχόλια στα ξένα blogs για να υπάρχει αλληλεπίδραση με τους υπόλοιπους bloggers.

Χμ.

Για να δούμε… Έχω να γράψω –σοβαρά, όχι έτσι για να περνάει η ώρα- σχεδόν ένα χρόνο. Μιλάω για τον εαυτό μου, αλλά αυτολογοκρίνομαι –αλλιώς θα το κάναμε αμέρικαν μπαρ εδώ μέσα. Αυτολογοκρίνομαι για να μην καρφώνομαι. Είναι κάτι σαν το απόρρητο της εξομολόγησης. Αλλιώς, yoldas, δεν θα ‘γραφα με ψευδώνυμο.

Ένας παλιός φίλος μου είπε κάποτε ότι το γράψιμο είναι ψυχοθεραπεία. Όχι τόσο όταν γράφεις. Κυρίως όταν τα ξαναδιαβάζεις, καιρό μετά. Γι’ αυτό κάθισα στο ξεχαρβαλωμένο μου λάπτοπ, μέρα που ‘ναι σήμερα. Δεν είναι εύκολο. (Κυριολεκτικά. Έχει ξεκολλήσει το πλήκτρο του τόνου και πότε φεύγει απ’ τη θέση του, πότε στριμώχνεται κάτω από το Π και μαγκώνει).

Είμαι εκτός. Εκτός συνόρων, εκτός εαυτού, εκτός πραγματικότητας. Η τηλεόραση παίζει ένα ντοκιμαντέρ με μακάκους –όχι του Λαζόπουλου, τους κανονικούς. Κάπου στην Ινδία, που ένα κοπάδι μαϊμούδες έχει κάνει τη ζωή των ντόπιων μαρτύριο (ναι, τις μαϊμούδες περίμεναν). Έχει ζέστη, υγρασία και κάπου στο βάθος ακούγονται βροντές. Θα βρέξει, είπαν. Βρέχει στη φτωχογειτονιά, βρέχει και στην καρδιά μου.

Κάτι θέλω να πω…αλλά δεν βρίσκω τον τρόπο… τις λέξεις. Φλυαρώ για να μην προλάβω. Ο πατέρας μου πεθαίνει. Ενεστώτας χρόνος. Δεν πέθανε, δεν έχει πεθάνει χρόνια, δεν θα πεθάνει κάποτε, όπως όλοι μας. Πεθαίνει. Τώρα. Στην εντατική. Κι εγώ δεν είμαι καν στην Ελλάδα. (Ρώτησα τη μάνα μου σήμερα. «Να βγάλω εισιτήριο και να’ ρθω;». «Δεν θ’ αλλάξει κάτι» μου είπε. «Πήγες εκεί για ένα συγκεκριμένο σκοπό. Όταν χρειαστεί, θα σε ειδοποιήσω. Σπρώξε λίγο χρόνο με τα μαθήματά σου»).

Λες κι έχω μυαλό εγώ τώρα για μαθήματα. “Kendine gelmiyordun, yani. Ne oldu ? » « Babamin felc gecirdi. Gibi ». Διάλογος του παραλόγου. Και δεν ξέρω πώς είναι η εγκεφαλική αιμορραγία στα τουρκικά. Τι να του πω του Ιμπραήμ Χότζα; Gibi. Αυτό μόνο. Περίπου. Σαν τη σχέση που είχα με τον πατέρα μου. Περίπου. Σαν την αγάπη που νιώθεις για κάποιον, όταν δεν είσαστε πολύ κοντά. Ακόμα κι αν είναι πατέρας σου. Ακόμα κι αν είσαι γιος του. Ακόμα κι αν αργοπεθαίνει στο ΚΑΤ.

Δεν νιώθω ότι τον χάνω. Αυτό το ένιωσα πολύ πιο πριν. Σαν παιδί, που δεν έβρισκα τρόπο να τον προσεγγίσω. Σαν έφηβος, που δεν μιλήσαμε ποτέ. Σαν άντρας, που χαιρετιόμασταν δια χειραψίας, τις σπάνιες φορές που βλεπόμασταν. Σαν ξένοι. Δυο ξένοι. Κι αυτό είναι το πιο σκληρό, το πιο προσωπικό, το πιο σώψυχο που μπορώ να μοιραστώ με οποιονδήποτε. Ότι αγαπούσα τον πατέρα μου από καθήκον. Ότι αν στεναχωριέμαι που φεύγει, είναι γιατί σκέφτομαι τη μάνα μου. Ότι δεν θα λείψει από τη ζωή μου, γιατί δεν ήταν ποτέ στη ζωή μου. Θα μου λείψει σαν ιδέα. Σαν όλα αυτά που θα μπορούσε να είναι, αλλά δεν ήταν. Σαν παρουσία, ίσως.

Δεν ήταν κακός άνθρωπος –κάθε άλλο. Ούτε σκληρός, ούτε αυστηρός, ούτε καταπιεστικός. Ήταν απλώς σαν τον Στάθη της Μιρέλλας Παπαοικονόμου. Απών.

Τρίτη 4 Μαΐου 2010

bin bir gece

Πέρασαν μήνες δίσεκτοι και μήνες πονεμένοι… Ήρθε ο Γιωργάκης, ήρθε το ΔΝΤ, τα μέτρα, το τούνελ. Χωρίς φως. Χωρίς Νικολούλη. Σε 7 χρόνια λένε κάποιοι. Επτά χρόνια φαγούρα. Και γιατί να είναι επτά -λένε άλλοι. Αμ, πόσα να είναι; Να είναι 10. Η κολοκυθιά της κρίσης. Της οικονομικής και της νευρικής. Η κολοκυθιά της ζωής μας. Της ζωής ΜΟΥ. Σε δέκα χρόνια θα έχω βγει στην εφεδρεία. Ζήσε Μάη μου.

Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω. Αν σκέφτεσαι όλο το χθες, λέει, θα έχεις πολλά παρελθόντα, αλλά κανένα μέλλον. Woulda, coulda, shoulda, που λένε κι οι Αμερικανοί. Αυτό το μέλλον είναι που με τρομάζει, κουμπάρε. Η Ελλάδα στο μέλλον. Η ζωή μου στην Ελλάδα στο μέλλον.

Εκείνο το μεταπτυχιακό στο Κάιρο, μου φαίνεται όλο και καλύτερο όσο περνά ο καιρός. Θα μου πεις, γιατί ντε και καλά στο Κάιρο; Γιατί είναι φτηνό και μπορώ να το πληρώσω. Πού να πάω δηλαδή; Στο Πρίνστον; Εμένα περίμενε το Πρίνστον. Εναγωνίως, τόσα χρόνια. Μέχρι και τους κισσούς κλαδέψανε, λέει, να μη με φάνε οι σκνίπες. Τέτοια υποδοχή. Που για να πληρώσω τα δίδακτρα στο Πρίνστον, πρέπει να κόβομαι κομματάκια και να με πουλάω για ανταλλακτικά σε δόσεις. Κάνα νεφρό, κάνα μάτι, ξέρεις τώρα. Εμπόριο ανθρωπίνων μελών. Ελαφρώς μεταχειρισμένων, αλλά σε αρίστη κατάσταση. Γκουχ-γκουχ. Από πνευμόνι δεν βλέπω να κάνω σεφτέ. Θα τα βγάλω στις εκπτώσεις. Προσφορά. Το αφεντικό τρελάθηκε και τα μοιράζει τζάμπα. (Τι λέω βραδιάτικα;).

Θέλω να φύγω. Μη ρωτάς για πού. Δεν ξέρω. Κάπου. Κάπου που να μπορώ ακόμα να ονειρεύομαι. Χωρίς εφιάλτες.

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2009

Βροχή και σήμερα

Κι έπεφτε γκρίζα και θλιμμένη μια βροχή… Κι ένας ουρανός μουρτζούφλης, χωρίς ήλιο, χωρίς φως, μόνο σύννεφα μαύρα, γκαστρωμένα λες από νερό, χωρίς αρχή και τέλος, μια μάζα συμπαγής που ήρθε κι έκατσε πάνω στους λόφους της πόλης, της Πόλης της επτάλοφης, σαν την κατάρα του Γαλάτη, μια μουντάδα, ένα πλάκωμα, μια θολούρα να μην βλέπεις το Σκούταρι απέναντι, μόνο τα φώτα της γέφυρας του Βοσπόρου αχνοφαίνονται στο θάμπος, απόκοσμα, σαν διαστημόπλοιο που αιωρείται μεταξύ Ανατολής και Δύσης κι οι προβολείς των αυτοκινήτων που καθρεφτίζονται στη βρεγμένη άσφαλτο και στραβώνουν τους πεζούς σαν τρέχουν να φυλαχτούν από τη βροχή, τη γκρίζα, τη θλιμμένη, την ατέλειωτη.

Δυο βδομάδες τώρα βρέχει. Μούλιασε η πόλη, η Πόλη η εφτάλοφη, σάπισαν τα πεσμένα πλατανοφυλλα, πότισε το χώμα, λάσπωσαν οι δρόμοι και τα καλντερίμια. Δυο βδομάδες αυτό το μούχρωμα, που είναι πρωί και μοιάζει σούρουπο, το πλατάγιασμα του νερού πάνω στα τζάμια, στις στέγες, στα πεζοδρόμια. Το μαρτύριο της σταγόνας. Έρχεται η νύχτα και δεν το καταλαβαίνεις πια –τόσο πολύ συνήθισες το μισοσκόταδο. Τον μισό εαυτό σου μόνο δεν μπορείς να συνηθίσεις. Το ένα κομμάτι εδώ και τ’ άλλο στην Αθήνα. Θα γυρίσεις ξανά. Κάτι άφησες πίσω. Κάτι ξέχασες. Την καρδιά σου, ίσως;

Τετάρτη 26 Αυγούστου 2009

Bonfire of the vanities

Απομεσήμερο στο κέντρο. Σε μια πόλη που ακόμα γλείφει τις πληγές της, σαστισμένη μετά τις πυρκαγιές. Ο αέρας μυρίζει κάρβουνο κι ο βοριάς φέρνει στάχτες από τις καμμένες πλαγιές της Πεντέλης. Μόνο τα τζιτζίκια δεν πτοούνται. Τερετίζουν εκκωφαντικά μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες, έχοντας χάσει κάθε αίσθηση χρόνου. Βραδάκια στη βεράντα, με θέα τον Στρέφη. Ποιος να μου το’ λεγε ότι στην καινούργια μου γειτονιά θα είχα περισσότερο πράσινο από τον Άγιο Στέφανο; Και σπιτικές μαργαρίτες. Ζήτημα να ‘χω βγει ένα βράδυ, από τότε που ήρθα. Ζήτημα επίσης να ‘χω μείνει μέσα ένα βράδυ, από τότε που ήρθα. Βγάζει νόημα αυτό; Για μένα, ναι.

Δεν με κρατάει το σπίτι. Αλλά δεν μου κάνει αίσθηση να βγω κιόλας. Νιώθω σαν τουρίστας στην πόλη που γεννήθηκα. Την πόλη που μεγάλωσα κι έλεγα ότι δεν θ’ άλλαζα ποτέ. Νιώθω ξένος στο σπίτι μου. Που δεν αισθάνθηκα ποτέ δικό μου, για να πω την αλήθεια. Μια προσωρινή στάση, ήταν. Δεν με φαντάζομαι να ζω εδώ. Ίσως γιατί ξέρω ότι θα ξαναφύγω. Σε δυο βδομάδες θα ξαναπάρω έναν απ’ όλους τους δρόμους που οδηγούν στην Πόλη. Και θα ξεπεζέψω εκεί. Για πόσο; Για όσο.

Μέχρι ν’ αρχίσουν πάλι να χοροπηδάνε τα κόκκινα γοβάκια μου. Σαν την Ντόροθι στον Μάγο του Οζ. Ταπ-ταπ-ταπ! Ώρα να φύγουμε, χτυπάνε με σήματα Μορς στη ντουλάπα. Δεν ξαπόστασες ακόμα; Σήκω να πάμε αλλού. Δεν σε κρατάει κανείς εδώ. Τίποτε εδώ. Αλλού είναι η μοίρα σου, μικρέ πρίγκιπα. Σ’ άλλη γη, σ’ άλλα μέρη. Πάρε το δισάκι σου στον ώμο και ξεκίνα, παράξενε ταξιδιώτη. Βάλε όνειρα κι ελπίδες στο ζεμπίλι, δέσε τις γωνιές και κρέμα το στο ραβδί σου. Κι άνοιξέ το χρόνια μετά, να δεις τι ήσουν και τι έγινες. Τι ήθελες και τι έκανες. Τι ονειρεύτηκες και τι ζεις.

Θα ‘χουν λιώσει άραγε τότε τα κόκκινα παπούτσια; Θα ‘χουν ξεθωριάσει, σίγουρα. Αλλά τα φθαρμένα τακούνια, μήπως θα ψιθυρίζουν ακόμα το μυστικό τους ξόρκι, ξεχασμένα σε κάποιο πατάρι; Follow the yellow brick road, little Dorothy. Little girl lost. Little boy lost. Little boy… Lost.

Σάββατο 22 Αυγούστου 2009

Απομεινάρια μιας μέρας

Σέρτικος καπνός και σαπούνι. Και κολώνια Old Spice. Λένε ότι απ’ όλες τις αισθήσεις, η όσφρηση συνδέεται πιο στενά με τη μνήμη. Πού βρέθηκε αυτή η μυρωδιά από το παρελθόν; Ξυπνάω απότομα, σαν από όνειρο και κοιτάζω δίπλα μου. Στη θέση που ήταν ακόμα κενή όταν ξεκινήσαμε, κάθεται κάποιος. Με κοντό γενάκι κι αθλητική εφημερίδα. Κι αυτή τη μυρωδιά απ’ το παρελθόν. Ξανακλείνω τα μάτια κι αφήνω τις οσμές να με ταξιδέψουν. Εικόνες από τα παλιά περνάνε πίσω από τα κλειστά μου βλέφαρα, σαν τα βιού μάστερ που είχαμε παιδιά.

Μακριά δάχτυλα, χέρια καλλιτέχνη, με λεκέδες νικοτίνης στα νύχια. Μικρό, περιποιημένο μουστάκι και καλοξυρισμένα μάγουλα. Γραβάτα και γιλέκο, με αλυσίδα για το ρολόι. Μαλλιά κάποτε μαύρα, τώρα πασπαλισμένα μ’ αλάτι. Και τα μάτια μου. Σε ένα άλλο πρόσωπο, γερασμένο, με βαθιές γραμμές στο μέτωπο και τα μάγουλα. Δεν είμαι εγώ -κι όμως είμαι. Όπως θα γίνω κάποτε. Είχα ξεχάσει το πρόσωπό σου, παππού. Και να που μου το θύμισε ένας ξένος, σ’ έναν ξένο τόπο. Που μυρίζει σαν εσένα. Καπνό, σαπούνι και Old Spice.

Το θυμάμαι ακόμα το μπουκάλι. Βαρύ, αλαβάστρινο, με το καραβάκι και τα καλλιγραφικά, κόκκινα γράμματα. Έμπαινα κρυφά στο μπάνιο κι έβαζα στα χέρια μου, το ξέρεις; Ήταν σαν ταλκ. Όπως σου έκλεβα τα τσιγάρα. Κι έκανα ότι καπνίζω. Σαν εσένα. Γέλαγα, όταν τσακωνόσουν με τη μαμά. Κι έπαιρνα πάντα το μέρος σου. Ήμουν ο μόνος που δεν τον ενοχλούσαν οι ιδιοτροπίες σου. Τα σεντόνια δεν ήταν ποτέ αρεκτά κολλαριστά, τα πουκάμισα δεν εφάρμοζαν καλά κι ο γιακάς έχασκε στον λαιμό. Πώς να δέσεις τη γραβάτα; Θυμάσαι που έβαζες ένα βουναλάκι αλάτι στο πιάτο και βούταγες τις μπουκιές σου, πριν τις φας; «Έχει αλάτι το φαΐ, πατέρα» έλεγε η μαμά. Εσύ έκανες πως δεν άκουγες. Σ’ αυτό σου ’μοιασε η αδελφή μου. Εγώ, σ’ όλα τ’ άλλα.

Αν δεν ήσουν εσύ, μπορεί και να την πίστευα όταν έλεγε ότι με πήραν από τους γύφτους. Και τον κόσμο, που αναρωτιόταν σε ποιον έμοιασε αυτό το παράξενο, αδύνατο παιδί με τα τσιγγάνικα χρώματα και τα σχιστά μάτια. Το αγρίμι, που δεν ήθελε αγκαλιές και φιλιά και τραβιόταν όταν πήγαιναν να του χαϊδέψουν τα μαλλιά. Τα ίσια, ασιατικά μαλλιά. Σαν τα δικά σου. Που παίδευαν τους μπαρμπέρηδες γιατί έπεφταν πάντα μες τα μάτια μου. Αλλά η μαμά δεν τους άφηνε να μου τα κόψουν κοντά. Σαν κρόσια είναι, έλεγε. Σαν μεταξένια κρόσια. Τα μισούσα τα μαλλιά μου, παιδί. Ήθελα να είχα τα κατανόξανθα, σγουρά μαλλιά του μπαμπά. Και τα πράσινα μάτια του.

Αλλά έμοιασα σε σένα, παππού. Φτυστός, που λένε. Σε όλα σου. Και στην εμφάνιση και τον χαρακτήρα. Μόνο το όνομά σου δεν πήρα. Και σου ‘μεινε η πίκρα, που δεν με βγάλανε Δημήτρη. Και μένα, η πίκρα που έφυγες τόσο νωρίς. Τόσο αναπάντεχα. Ήμουν, πόσο; Δεκατεσσάρων; Δεκαπέντε; Καλοκαίρι ήταν. Ιούλιος μήνας. Μπήκες να κάνεις εγχείρηση καταρράκτη. Και δεν ξαναβγήκες ποτέ. Η εγχείρηση πέτυχε, ο ασθενής πέθανε, που λένε. Ήρθαμε να σε δούμε, με τα γλυκά στο χέρι. Εγώ είχα βάλει κρυφά στην τσέπη τα τσιγάρα σου -κάπνιζαν ακόμα τότε στα νοσοκομεία. Κι εσύ είχες πεθάνει. Ξαφνικά, μες τη νύχτα. Με τους επιδέσμους ακόμα στο μάτι. Allah rahmet eylesin, που λένε εδώ. Ο Θεός να ρίχνει βροχή στο μνήμα σου.

Μπα σε καλό μου, σήμερα.