Κυριακή 28 Ιουνίου 2009

5.gun

Κυριακή πρωί. Κι η φύσις ησυχάζει. Εκτός από μένα. (Και κάτι βλαμμένα περιστέρια που ερωτοτροπούν ασύστολα στο μπαλκόνι μου. Και μου τη δίνουν. Γιατί είναι και η μοναδική ερωτική δραστηριότητα που εκτυλίσσεται στο σπίτι τον τελευταίο καιρό. Να μην κουτσούλαγαν τον τόπο τουλάχιστον...).
Διότι εγώ είμαι και ανήσυχος άνθρωπος από γεννησιμιού μου. Μια ζωή στη γύρα. Αφού -λέει η μάνα μου- μικρός σηκωνόμουν τα βράδια και έβγαινα από το σπίτι για βόλτα. Έτσι, να περπατήσω λίγο να ξεμουδιάσω, βρε αδελφέ. Μια φορά με μάζεψε ένας γείτονας και με πήγε πακέτο. "Δικό σας είναι αυτό; Το βρήκα να περιπλανιέται με τις πιτζάμες". Δεν λες πάλι καλά που ήταν ο γείτονας κι όχι ο Δράκος της περιφερείας μας; Αλβανούς δεν είχαμε τότε. Άλλες εποχές. Πιο αθώες (;).
Μετά αρχίσαν να κλειδώνουν τις πόρτες και οι νυχτερινές μου εξορμήσεις διακόπηκαν απότομα. Μεγαλώνοντας, άρχισα άλλο βιολί. Κάθε καλοκαίρι, το δισάκι μου στον ώμο, για τον δρόμο, για τον δρόμο. Μια σκηνή, ένα σλίπινγκ μπαγκ και θερινή τουρνέ στα νησιά. Από λεφτά, ότι είχα μαζέψει όλο τον χειμώνα. Όταν άρχιζαν να τελειώνουν, μια μερίδα τηγανητές πατάτες και μια κονσέρβα τόνου -ημερήσιο συσσίτιο. Άντε, άμα ήθελα να το ρίξω έξω, και μια μπίρα. Μεγαλεία.
Κάτι μου έλειπε πάντα. Κάτι έψαχνα. Κάπου αλλού -ποτέ εκεί που ήμουνα. Πάντα κάπου αλλού. Μια τάση φυγής. Να φύγω ("να πληρώσουμε Νίκο μου, να φύγουμε..."). Ακόμα και τώρα. Που πάτησα τα 40. Και τα ξενύχιασα. Πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι, έλεγε η γιαγιά μου -όπως και πολλές άλλες γιαγιάδες φαντάζομαι. "Έχεις όλη τη ζωή μπροστά σου" μου έλεγαν οι δικοί μου, όταν ξεκίναγα για Ίντερ-ρέιλ. "Κάνεις και λες θα πεθάνεις αύριο και θες να τα προλάβεις όλα". Έτσι ήταν. Αυτό θυμάμαι από παιδί. Μια λαχτάρα, μια ανυπομονησία να κάνω όσα περισσότερα μπορώ, όσο πιο γρήγορα γίνεται.
Το ίδιο κάνω και στη ζωή μου. Δέκα πράγματα ταυτόχρονα. Δυο-τρεις δουλειές, συν σπουδές, συν γλώσσες, συν ό,τι φανεί στον Λωλοστεφανή: πότε γυμναστήριο, πότε γιόγκα, πιλάτες, σιάτσου. Να γεμίσει η μέρα. Για το φετινό καλοκαίρι, είχα κανονίσει τόσα πράγματα, που στο τέλος αγχώθηκα μέχρι κι εγώ. Κάτι πρέπει ν' αφήσω, δεν γίνεται. Αλλιώς, θ' αφήσω τα κόκαλά μου. Είμαι και μεγάλος άνθρωπος πια. Πού να τα προλάβω όλα;
Δεν μου φτάνουν, βλέπεις. Όσα κι αν έχω, ό,τι κι αν κάνω. Πάντα θέλω κάτι παραπάνω, κάτι διαφορετικό, καινούργιο. Μεγάλη γοητεία το καινούργιο. ("Το καινούργιο πράγμα, είναι άλλο πράγμα". Ποια το 'λεγε αυτό; Η Ελένη Δήμου;). Βλέπω κατά καιρούς κάτι ερωτηματολόγια, από αυτά που σου ζητάνε να γράψεις τις προτιμήσεις σου σε πράγματα που ποτέ, κανέναν δεν ενδιαφέρουν -ή δε θα έπρεπε να ενδιαφέρουν. Όπως, ποιο είναι το αγαπημένο σου χρώμα. Ή το αγαπημένο σου ζώο. Γιατί, ρε φίλε, θα μου το κάνεις δώρο στη γιορτή μου; Στο αγαπημένο μου χρώμα κιόλας;
Τέλος πάντων, σ' αυτές τις ερωτήσεις, εγώ δεν ξέρω ποτέ τι ν' απαντήσω. "Αγαπημένος προορισμός;". Αυτός που δεν έχω πάει ακόμα. "Αγαπημένο κατοικίδιο"; Αυτό που τυχαίνει να έχω εκείνη την περίοδο. "Αγαπημένο τραγούδι;". Ανάλογα με τα κέφια μου. Από Κόουλ Πόρτερ μέχρι Θεοφάνους. Κι όλα τα ενδιάμεσα. Και παλιά και σύγχρονα και ξένα και ελληνικά και κλασική μουσική και πολυφωνικά Ηπειρώτικα. Ο,τι βάλει ο κάθε αρρωστημένος νους. "Αγαπημένο ρούχο"; Αυτό που μόλις αγόρασα και δεν έχω φορέσει ακόμα. Το καινούργιο. Που δεν πρόλαβα να βαρεθώ ακόμα.
Γιατί βαριέμαι. Πολύ. Κι εύκολα. Γι' αυτό μάλλον ψάχνω να γεμίζω τη μέρα μου με δραστηριότητες. Και θέλω διαρκώς να είμαι σε κίνηση. Και να φεύγω. Σ' άλλη γη, σ' άλλα μέρη. Που κανέναν δεν ξέρουμε και κανείς δεν μας ξέρει. Αν για τους άλλους άντρες η καρδιά περνάει από το στομάχι, ο δρόμος για τη δική μου είναι οι διαρκείς εναλλαγές. Η έκπληξη, το αναπάντεχο, το απρόβλεπτο. Το διαφορετικό. Το καινούργιο.

1 σχόλιο:

  1. ευχαριστώ τον Παύλο που μέσω του κειμένου του με έστειλε στο ιστολόγιο σου! Είναι σαν να άρχισα να διαβάζω ένα βιβλίο και δεν μπορώ να σταματήσω. θα περιμένω τον επόμενο πυροβολισμό σου
    ΜφΧ

    http://paolofuego.blogspot.com/

    ΑπάντησηΔιαγραφή