Πέμπτη 15 Ιουλίου 2010

Ησουν απών, Στάθη

Κάπου διάβασα ότι στο blog σου –λέει- πρέπει να γράφεις καθημερινά και να βγάζεις τα σώψυχά σου. Πρέπει –ξαναλέει- να μιλάς για τον εαυτό σου, σαν να γράφεις μόνο για σένα και να μην λογοκρίνεσαι. Και –ξανά μανά λέει ο σοφός Φου Μπου- να αφήνεις σχόλια στα ξένα blogs για να υπάρχει αλληλεπίδραση με τους υπόλοιπους bloggers.

Χμ.

Για να δούμε… Έχω να γράψω –σοβαρά, όχι έτσι για να περνάει η ώρα- σχεδόν ένα χρόνο. Μιλάω για τον εαυτό μου, αλλά αυτολογοκρίνομαι –αλλιώς θα το κάναμε αμέρικαν μπαρ εδώ μέσα. Αυτολογοκρίνομαι για να μην καρφώνομαι. Είναι κάτι σαν το απόρρητο της εξομολόγησης. Αλλιώς, yoldas, δεν θα ‘γραφα με ψευδώνυμο.

Ένας παλιός φίλος μου είπε κάποτε ότι το γράψιμο είναι ψυχοθεραπεία. Όχι τόσο όταν γράφεις. Κυρίως όταν τα ξαναδιαβάζεις, καιρό μετά. Γι’ αυτό κάθισα στο ξεχαρβαλωμένο μου λάπτοπ, μέρα που ‘ναι σήμερα. Δεν είναι εύκολο. (Κυριολεκτικά. Έχει ξεκολλήσει το πλήκτρο του τόνου και πότε φεύγει απ’ τη θέση του, πότε στριμώχνεται κάτω από το Π και μαγκώνει).

Είμαι εκτός. Εκτός συνόρων, εκτός εαυτού, εκτός πραγματικότητας. Η τηλεόραση παίζει ένα ντοκιμαντέρ με μακάκους –όχι του Λαζόπουλου, τους κανονικούς. Κάπου στην Ινδία, που ένα κοπάδι μαϊμούδες έχει κάνει τη ζωή των ντόπιων μαρτύριο (ναι, τις μαϊμούδες περίμεναν). Έχει ζέστη, υγρασία και κάπου στο βάθος ακούγονται βροντές. Θα βρέξει, είπαν. Βρέχει στη φτωχογειτονιά, βρέχει και στην καρδιά μου.

Κάτι θέλω να πω…αλλά δεν βρίσκω τον τρόπο… τις λέξεις. Φλυαρώ για να μην προλάβω. Ο πατέρας μου πεθαίνει. Ενεστώτας χρόνος. Δεν πέθανε, δεν έχει πεθάνει χρόνια, δεν θα πεθάνει κάποτε, όπως όλοι μας. Πεθαίνει. Τώρα. Στην εντατική. Κι εγώ δεν είμαι καν στην Ελλάδα. (Ρώτησα τη μάνα μου σήμερα. «Να βγάλω εισιτήριο και να’ ρθω;». «Δεν θ’ αλλάξει κάτι» μου είπε. «Πήγες εκεί για ένα συγκεκριμένο σκοπό. Όταν χρειαστεί, θα σε ειδοποιήσω. Σπρώξε λίγο χρόνο με τα μαθήματά σου»).

Λες κι έχω μυαλό εγώ τώρα για μαθήματα. “Kendine gelmiyordun, yani. Ne oldu ? » « Babamin felc gecirdi. Gibi ». Διάλογος του παραλόγου. Και δεν ξέρω πώς είναι η εγκεφαλική αιμορραγία στα τουρκικά. Τι να του πω του Ιμπραήμ Χότζα; Gibi. Αυτό μόνο. Περίπου. Σαν τη σχέση που είχα με τον πατέρα μου. Περίπου. Σαν την αγάπη που νιώθεις για κάποιον, όταν δεν είσαστε πολύ κοντά. Ακόμα κι αν είναι πατέρας σου. Ακόμα κι αν είσαι γιος του. Ακόμα κι αν αργοπεθαίνει στο ΚΑΤ.

Δεν νιώθω ότι τον χάνω. Αυτό το ένιωσα πολύ πιο πριν. Σαν παιδί, που δεν έβρισκα τρόπο να τον προσεγγίσω. Σαν έφηβος, που δεν μιλήσαμε ποτέ. Σαν άντρας, που χαιρετιόμασταν δια χειραψίας, τις σπάνιες φορές που βλεπόμασταν. Σαν ξένοι. Δυο ξένοι. Κι αυτό είναι το πιο σκληρό, το πιο προσωπικό, το πιο σώψυχο που μπορώ να μοιραστώ με οποιονδήποτε. Ότι αγαπούσα τον πατέρα μου από καθήκον. Ότι αν στεναχωριέμαι που φεύγει, είναι γιατί σκέφτομαι τη μάνα μου. Ότι δεν θα λείψει από τη ζωή μου, γιατί δεν ήταν ποτέ στη ζωή μου. Θα μου λείψει σαν ιδέα. Σαν όλα αυτά που θα μπορούσε να είναι, αλλά δεν ήταν. Σαν παρουσία, ίσως.

Δεν ήταν κακός άνθρωπος –κάθε άλλο. Ούτε σκληρός, ούτε αυστηρός, ούτε καταπιεστικός. Ήταν απλώς σαν τον Στάθη της Μιρέλλας Παπαοικονόμου. Απών.