Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2009

Βροχή και σήμερα

Κι έπεφτε γκρίζα και θλιμμένη μια βροχή… Κι ένας ουρανός μουρτζούφλης, χωρίς ήλιο, χωρίς φως, μόνο σύννεφα μαύρα, γκαστρωμένα λες από νερό, χωρίς αρχή και τέλος, μια μάζα συμπαγής που ήρθε κι έκατσε πάνω στους λόφους της πόλης, της Πόλης της επτάλοφης, σαν την κατάρα του Γαλάτη, μια μουντάδα, ένα πλάκωμα, μια θολούρα να μην βλέπεις το Σκούταρι απέναντι, μόνο τα φώτα της γέφυρας του Βοσπόρου αχνοφαίνονται στο θάμπος, απόκοσμα, σαν διαστημόπλοιο που αιωρείται μεταξύ Ανατολής και Δύσης κι οι προβολείς των αυτοκινήτων που καθρεφτίζονται στη βρεγμένη άσφαλτο και στραβώνουν τους πεζούς σαν τρέχουν να φυλαχτούν από τη βροχή, τη γκρίζα, τη θλιμμένη, την ατέλειωτη.

Δυο βδομάδες τώρα βρέχει. Μούλιασε η πόλη, η Πόλη η εφτάλοφη, σάπισαν τα πεσμένα πλατανοφυλλα, πότισε το χώμα, λάσπωσαν οι δρόμοι και τα καλντερίμια. Δυο βδομάδες αυτό το μούχρωμα, που είναι πρωί και μοιάζει σούρουπο, το πλατάγιασμα του νερού πάνω στα τζάμια, στις στέγες, στα πεζοδρόμια. Το μαρτύριο της σταγόνας. Έρχεται η νύχτα και δεν το καταλαβαίνεις πια –τόσο πολύ συνήθισες το μισοσκόταδο. Τον μισό εαυτό σου μόνο δεν μπορείς να συνηθίσεις. Το ένα κομμάτι εδώ και τ’ άλλο στην Αθήνα. Θα γυρίσεις ξανά. Κάτι άφησες πίσω. Κάτι ξέχασες. Την καρδιά σου, ίσως;