Τρίτη 28 Ιουλίου 2009

Πράξη δεύτερη

Dramatis personae, partum II.
Μανώλης (Εμανουέλ τον λένε εδώ), περήφανος για την κρητική καταγωγή του και ανυπόμονος να μιλήσει τα Τούρκικα, όπως μιλάει τα Ελληνικά. Μικρός στην ηλικία και το δέμας, νευρικός, υπερκινητικός, αγχώδης. Ξεκινάει να πει κάτι και μπερδεύεται τόσο, που στο τέλος απογοητεύεται και δεν λέει τίποτε. Χειρονομεί επικίνδυνα για τη σωματική ακεραιότητα των γύρω του και κοκκινίζει σε βαθμό αποπληξίας όταν η Ιβάνα γελάει μαζί του.

Ιβάνα, η Σέρβα Μόνικα Μπελούτσι. Ψηλή, χυμώδης, εντυπωσιακή, το είδος της γυναίκας που η γιαγιά μου θα έλεγε «θεωρητική» και ο παππούς μου «νταρντάνα». Μελαχρινή, με μάτια κάρβουνα κι ένα προκλητικό-περιπαικτικό ύφος που κάνει τους άντρες να την κοιτάνε σαν λουκούμι του Χατζή Μπεκίρ. Κουνάει τα χέρια της σαν πουλιά όταν μιλάει και μοιάζει να χαμογελάει με κάποιο δικό της μυστικό, σαν τη γάτα του Τσέσιρ από την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων.

Μιλίτσα, το άλτερ έγκο της Ιβάνα και ταυτόχρονα ο αντίποδάς της. Μικροκαμωμένη και λεπτή, με μαλλιά τόσο ξανθά που σε βάζουν σε υποψίες και γατίσια μάτια. Όχι ακριβώς ωραία, αλλά… Πικάντικη. Τσαχπίνα. Έχει ακριβώς τόσα ψεγάδια, όσα χρειάζονται για να κάνουν το πρόσωπό της ενδιαφέρον. Φοράει πολύχρωμα φανελάκια το ένα πάνω στο άλλο, σαν διαφήμιση της Μπένετον και κοντές φουστίτσες. Στα διαλείμματα, με την Ιβάνα μου μαθαίνουν Σέρβικα κι ενθουσιάζονται με την προφορά μου. (Μήπως μαθαίνω λάθος γλώσσα;).

Μπογιάνα, η τελευταία από τις Τρεις Χάριτες του Βελιγραδίου. Μικρόσωμη, αν και πιο γεμάτη από τη Μιλίτσα, με μια λιονταρίσια χαίτη από σκούρα μαλλιά κι ελαφρώς γουρλωτά μάτια. Θα ήταν ωραία, αν είχε μικρότερη μύτη. Σοβαρή, μετρημένη, αποστασιοποιημένη από τις δύο συμπατριώτισσές της, ήρθε με υποτροφία και φαίνεται ότι σκοπεύει να την αξιοποιήσει. Μιλάει εξαιρετικά τούρκικα –τόσο που απορώ τι κάνει στην ίδια τάξη με μας τους υπόλοιπους.

Άλλη μια Όλγα, άλλη μια καλλονή από τη Λευκορωσία, με μακριά μαλλιά κι ατέλειωτα πόδια που σταυρώνει χαριτωμένα όταν κάθεται. Πιο γυναίκα από τη συνονόματή της, τονίζει με ρίμελ τα γαλάζια μάτια της και παίζει κοκέτικα με την ξανθιά αλογοουρά της. Αποτελεί την απόλυτη ενσάρκωση των αντρικών φαντασιώσεων, με βραχνή φωνή και σώμα πλασμένο για αμαρτίες. Όταν διαβάζει από το βιβλίο, χαϊδεύει αφηρημένα τον λαιμό της με τα ακροδάχτυλα και κάνει τον Μανώλη δίπλα μου να βαριανασαίνει.

Νάντια. Δεν είναι ακριβώς έτσι το όνομά της, αλλά έχει τόσα σύμφωνα που αυτή είναι η κοντινότερη φωνητική προσέγγιση. Σπουδάζει Αγγλική φιλολογία στο Μινσκ κι αντίθετα από τις συμπατριώτισσές της, έχει σκούρα χρώματα που προδίδουν Βογιάρικη ή Τατάρικη καταγωγή. Μιλάει με βαριά, ρώσικη προφορά, τραβώντας το τελευταίο φωνήεν της κάθε λέξης, σαν άπειρη ρεπόρτερ που βγαίνει για πρώτη φορά στην κάμερα. Ντύνεται με λουλουδάτα φορέματα και πουκάμισα με φουσκωτά μανικάκια, σαν τη Χάιντι.

Τέλος, ο Τζάρεντ ή κάπως έτσι. Πρόσφατη προσθήκη στο δυναμικό του τμήματος, είναι μάλλον μικροκαμωμένος για Νιγηριανός και μάλλον αναποφάσιστος για το μέλλον του. Θέλει να σπουδάσει ιατρική, αλλά το όνειρό του είναι να γίνει ή ποδοσφαιριστής ή ράπερ. (Τα μαθήματα επαγγελματικού προσανατολισμού στη Νιγηρία πρέπει να είναι χειρότερα κι από τα δικά μας). Το μόνο κοινό μας είναι ότι και οι δύο σκιτσάρουμε στο τετράδιο, όταν η Σέιντα χανίμ εξηγεί κάποιο δυσνόητο γραμματικό φαινόμενο: εκείνος ποδοσφαιριστές κι εγώ τη Μιλίτσα. Την Όλγα δεν τολμάω. Θα χρειαζόταν τουλάχιστον το ταλέντο ενός Λεονάρντο.

Κυρίες και κύριοι, παρακαλώ κλείστε τα κινητά σας. Η παράσταση αρχίζει.

Δευτέρα 27 Ιουλίου 2009

Πράξη πρώτη

Η πολυκατοικία μου είναι γωνιακή, με δυο εισόδους. Λέγεται Ful Αpartmani, γιατί εδώ όλα τα κτήρια έχουν όνομα. Οι δρόμοι πάλι, όχι. Είναι αριθμημένοι, χωρίς καμιά εμφανή λογική ή σειρά. Εγώ, ας πούμε, μένω γωνία 1420 και 1428. Για να το πεις αυτό σε ταξιτζή, πρέπει να έχεις κάνει τουλάχιστον δυο μήνες εντατικά.

Στους δρόμους του Μανχάταν, λέει, προτίμησαν να δίνουν αριθμούς για να διευκολύνουν τους μετανάστες, που δεν ήξεραν τη γλώσσα. Όσο και να πεις όμως, πιο εύκολα σου έρχεται το twenty second street, παρά το bin dört yüz yirmi sekiz sokağı. Και yirmi sokak γωνία.

Το διαμέρισμα είναι στο επίπεδο του δρόμου. «Υπερυψωμένο ισόγειο», που γράφουν και στις αγγελίες. Μεγάλο. Όλα τα διαμερίσματα εδώ, είναι μεγάλα. Οι Τούρκοι μένουν με τους δικούς τους, μέχρι να παντρευτούν. Ή να μεταναστεύσουν –ό,τι έρθει πρώτο. Τα σπίτια λοιπόν, έχουν τη λογική της μεγάλης οικογένειας. Το δωμάτιό μου είναι βαμμένο ροζ κουφετί. Τοζ πεμπέ, που λένε οι ντόπιοι. Χρώμα που θυμίζει Μπάρμπι, τσιχλόφουσκες και κοριτσίστικα όνειρα.

Μ’ αφήνει παγερά αδιάφορο, καθώς δεν είχα ποτέ μου Μπάρμπι, αντιπαθώ τις τσιχλόφουσκες και δεν υπήρξα ποτέ κορίτσι –αν και ως παιδί, οι γύρω μου κατέβαλλαν φιλότιμες προσπάθειες να με πείσουν για το αντίθετο. «Κοριτσάκι, έχεις ώρα;», με ρωτούσαν οι περαστικοί στον δρόμο. «Τι όμορφο κοριτσάκι! Δικό σας είναι;» έλεγαν στη μάνα μου. Θυμάμαι μια φορά που πήγαμε όλος ο θίασος μαζί στο κομμωτήριο για να κουρευτεί η αδελφή μου. «Γιατί δεν τα κόβεις κοντά, σαν το άλλο κοριτσάκι;» της πρότεινε η κομμώτρια. Εγώ ήμουν το άλλο κοριτσάκι. Έφτασα στο σημείο να ξυρίζομαι από την Πέμπτη Δημοτικού, γιατί κάποιος μου είπε ότι έτσι θα βγάλω γένια γρηγορότερα.

Μέσα σ’ αυτούς τους ροζ μπονμπόν τοίχους λοιπόν, μετακόμισα βαλίτσες, βιβλία και την γκρίζα μου διάθεση. Το παράθυρο βλέπει στον ακάλυπτο, που τα απογεύματα μετατρέπεται σε παιδότοπο για την πιτσιρικαρία του Φουλ Απαρτμανί Νο 9. Και βιλαέτι του μικρόσωμου, αεικίνητου Αλή. Του αρχηγού της συμμορίας. Παίζαν οι μικρότεροι, κλέφτες κι αστυνόμους κι ήταν αρχηγός η Αργυρώ… Η οποία υπήρξε στ’ αλήθεια. Δούλευε λουστράκι στην πλατεία Βικτωρίας και πέθανε από πείνα στην Κατοχή. Μόνο το στιχάκι έμεινε, σαν απόηχος μιας Αθήνας που λίγοι θυμούνται πια. Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος κι ο πατέρας μου, ίσως.

Το νέο μου σπίτι είναι ζεστό, φασαριόζικο, ψυχεδελικά πολύχρωμο, αλλά κεντρικό. Η συγκάτοικός μου νέα, πρόσφατα χωρισμένη, λίγο καταθλιπτική και πολύ έγκυος. Τις μισές μέρες μένει στους δικούς της, σ’ ένα χωριό έξω από το Κουσάντασι. Τις άλλες μισές, κοιμάται ως το μεσημέρι και τα βράδια μαζεύονται οι φίλες της να της κάνουν παρέα. Δεν βλεπόμαστε σχεδόν ποτέ. Πράγμα που με βολεύει αφάνταστα. Μόνο που δεν μπορώ να κυκλοφορώ στο σπίτι με τα σώβρακα.

Αρχίζω να μαθαίνω τα κατατόπια. Ευθεία μέχρι το νοσοκομείο, αριστερά στο κτήριο της TRT, όλο ίσια μέχρι την Ταλάτ Πασά και δεξιά στον πεζόδρομο της Κιμπρίς Σεχιτλερί. Των θυμάτων της Κύπρου. Όπου βρίσκεται το παράρτημα του πανεπιστημίου της Άγκυρας. Σύμπτωση; Ή τραγική ειρωνεία;

Η Κιμπρίς είναι μια μικρή Ερμού. Εμπορικά και φαγάδικα λογής-λογής στριμώχνονται σε οκτακόσια-τόσα μέτρα δρόμου. Δεξιά κι αριστερά (εκατέρωθεν θα έγραφα, αν ήμουν λόγιος ή ο φίλος μου ο Τζίμι) απλώνονται ακτινωτά καλντερίμια, στενά, σκιερά και γεμάτα μαγαζάκια για φαΐ, ποτό, καφέ, ναργιλέ ή τάβλι. Η τέλεια φοιτητική συνοικία. Το ιδανικό μέρος για χάζι.

Όλος ο κόσμος κάποια στιγμή περνάει από δω: βιαστικοί γιάπηδες με λάπτοπ, καλοντυμένες γυναίκες που παραπαίουν με τα τακούνια τους στο γλιστερό πλακόστρωτο, μαθητές που σκοτώνουν τις ώρες των διακοπών τους, νοικοκυρές με τσάντες από ψώνια, μουσουλμάνες τυλιγμένες σαν σαρμάδες μες τον καύσωνα, μαυριδεροί άντρες με φανταχτερά πουκάμισα που μπροστά τους, το σπίτι μου μοιάζει μουντό κι άχρωμο…

Και φυσικά, εμείς. Οι φοιτητές του τμήματος εκμάθησης τουρκικών για ξένους. Yabancı için dil eğitimin bölümü. Αν καταφέρεις να το πεις αυτό μονοκοπανιά, σε βάζουν κατευθείαν στους προχωρημένους. Εγώ κόμπιασα. Κι έμεινα στο Ορτά τεμέλ. Στο μεσαίο επίπεδο. Μαζί με τρεις Λευκορωσίδες, τρεις Σέρβες, μια Νορβηγίδα, την αναπόφευκτη Αμερικάνα, έναν ακόμα Έλληνα, έναν Ούγγρο κι έναν Νιγηριανό. Δώδεκα Απόστολοι, ο καθένας με τον πόνο του.

Dramatis personae. Κατά σειρά εμφανίσεως ή μάλλον, κατά σειρά θέσεως στο μεγάλο Π που σχηματίζουν τα θρανία γύρω από την έδρα. Αντάμ, ο Μαγιάρος διανοούμενος, με κοκκάλινα γυαλιά, σκουλαρίκι στο φρύδι, στενά, γελαστά ματάκια και πλατύ, παιδικό χαμόγελο. Βαρύ σώμα, ανάλαφρη διάθεση. Μιλάει τα τούρκικα αργά, διστακτικά, κιναισθητικά, με λίγες λέξεις και πολλές χειρονομίες.

Όλγα, η νύμφη του Δνείπερου ποταμού, βγαλμένη λες από πίνακα του Μποτιτσέλι. Αγγελικά όμορφη, με μια συστολή που διαψεύδει τα είκοσί της χρόνια και χαρακτηριστικά που παραπέμπουν σε φρούτα και λουλούδια. Μιλάει σιγανά, προσεκτικά, με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά στο πρόσωπο, κοιτώντας πάντα –και μόνο- την καθηγήτρια. Χαμογελάει σπάνια, μιλάει ακόμα σπανιότερα και δεν μοιάζει να έχει συναίσθηση της ομορφιάς της, πράγμα που την κάνει ακόμα πιο γοητευτική.

Μόνα, η Σκανδιναβή τουρίστρια που ερωτεύτηκε τη χώρα κι αποφάσισε να εγκαταλείψει την προβλέψιμη Νορβηγία και να εγκατασταθεί στην απρόβλεπτη Ανατολή. Ψηλή, αδύνατη, μάλλον άχαρη, με πρόωρα γκριζαρισμένα μαλλιά και λευκό δέρμα γεμάτο κοκκινίλες από τον ήλιο. Πάντα άβαφη, ατημέλητη, μιλάει μονότονα, ανέκφραστα, αλλά σωστότερα απ’ όλους. Θα ήταν τελείως αδιάφορη, αν δεν είχε αυτά τα υπέροχα, σχεδόν βιολετιά μάτια.

Μισέλ, η κλασική Αμερικανίδα, με το ωραίο πρόσωπο και το άσχημο σώμα. Ζει στη Σμύρνη εδώ κι ένα χρόνο, αλλά δεν έχει αποβάλλει ακόμα την ισοπεδωτική προφορά των μεσοδυτικών πολιτειών. Μιλάει άνετα, αλλά θες διερμηνέα να την καταλάβεις, γιατί νομίζεις ότι τα λέει στ' Αγγλικά. Κουβαλάει τα παραπανίσια κιλά της με την αδιαφορία γυναίκας που έχει αποδεχτεί τον εαυτό της –ή έχει παραιτηθεί από την προσπάθεια. Και τα τροφοδοτεί σε κάθε διάλειμμα με γεμιστά μπισκότα σοκολάτας.

Εγώ, ο περιπλανώμενος Έλληνας, που ήρθα στην Τουρκία για να ξεφύγω απ’ τον εαυτό μου κι ανακάλυψα ότι τον κουβάλησα μαζί μου, σαν λαθρεπιβάτη. Μεγαλύτερος σε ηλικία απ’ όλους, αλλά τόσο ετοιμόλογος, τόσο αυθόρμητος, τόσο… Τόσο ανώριμος, ίσως; Ο αιώνιος τυχοδιώκτης, ο άνθρωπος που πάντα έφευγε, χωρίς να φτάνει πουθενά. Ο Οδυσσέας του Καβάφη, που δεν βιάζεται να επιστρέψει στην Ιθάκη. Νεότερος από τα χρόνια μου, κάποτε ωραίος, τώρα βαρύτερος, γκριζαρισμένος, σκιά του ζεν πρεμιέ που υπήρξα άλλοτε. Αντίθετα από την Μισέλ, μιμούμαι εξαιρετικά την προφορά, αλλά δεν μπορώ να συντάξω σωστά ούτε μια παραγγελία στο εστιατόριο.

Διάλειμμα για διαφημίσεις. Η δεύτερη πράξη μετά το κουδούνι.

Τετάρτη 22 Ιουλίου 2009

Το στοιχειό του τόπου

Μικρό, παραδοσιακό μπαρμπέρικο, χωμένο κάπου στα στενά του Αλσαντζάκ. Της παλιάς ελληνικής συνοικίας. Μιας από τις πολλές. Ογδόντα τόσα χρόνια μετά και δεν κατάφερε ακόμα να γίνει αμιγώς τούρκικη. Θες οι μνήμες, θες τα διώροφα με τα ξύλινα καφασωτά, που αποδείχτηκαν πολυέξοδα για τους εποίκους, θες οι εκκλησιές που φυλάνε τις εισόδους των στενών, έρημες πια, αλλά βλοσυρές με τα ανήλιαγα παράθυρα και τα επιβλητικά καμπαναριά…

Ή τα φαντάσματα. Οι εφιάλτες. Οι σκουριές στις σιδεριές, που το σούρουπο θυμίζουν ξεραμένο αίμα. Ο αέρας που σφυρίζει μέσα απ’ τα σπασμένα τζάμια και θροΐζει τα πεσμένα φύλλα στις αμπαρωμένες αυλές. Κι ώρες-ώρες μοιάζει σαν θρήνος. Θρήνος γι’ αυτά που ήταν. Γι’ αυτά που έγιναν. Γι’ αυτά που δεν είναι πια. Οι μαχαλάδες θυμούνται ακόμα. Κάποια μέρη έχουν τη δική τους μνήμη.

Ο μουστερής, Έλληνας. Ο μπαρμπέρης, Τούρκος. Σμυρνιός μάλλον, αν κρίνεις από τα μάτια του. Ανάμεσά τους αιώνες έχθρας, πολέμων, σφαγών. Κι ένα ξυράφι. Γυαλιστερό, ακονισμένο, γυμνό. Σαν τον λαιμό του Έλληνα. Ιστορική ειρωνεία. Πριν έναν αιώνα περίπου, αυτή η σκηνή θα κατέληγε αλλιώς. Μέσα στα αίματα. Τώρα, το μοναδικό αίμα είναι η μια σταγόνα που έτρεξε από το σαγόνι μου στο ξύρισμα κι ο μπαρμπέρης βιάστηκε να τη σταματήσει με στύψη.

Έρχονται στιγμές που γελάω με τα παιχνίδια της φαντασίας μου. Κι άλλες πάλι, που τρομάζω. Σαν παιδί που τρέμει το σκοτάδι. Κι εδώ, το σκοτάδι με φοβίζει. Με κάνει να κοιτάω πίσω από τον ώμο μου, σαν να ακούω πατημασιές.

Ξέρω κάποιο στενό που δεν βλέπει ουρανό… Είναι ένα συγκεκριμένο στενό, εδώ στη Σμύρνη. Δεν διαφέρει πολύ απ’ τα άλλα. Το καλντερίμι του έχει δει καλύτερες μέρες και τα σπίτια του καλύτερες εποχές. Στη μια πλευρά, η μάντρα της εκκλησίας και στην άλλη μια σειρά αρχοντικά, ξασπρισμένα από τον ήλιο τόσων χρόνων, ρημαγμένα κι έρημα. Εικόνα παγωμένη στον χρόνο. Για κάποιο λόγο, τα βήματά μου με φέρνουν συνέχεια εδώ.

Όπου κι αν στρίψω, όπου κι αν θέλω να βγω, θα βρεθώ σ’ αυτό το μοναχικό δρομάκι. Η φασαρία της μεγαλούπολης λες και δεν φτάνει ως εδώ. Ο κόσμος λες και το αποφεύγει επίτηδες. Είναι πάντα ερημικό. Και ήσυχο. Αναπάντεχα, ανεξήγητα, ανατριχιαστικά ήσυχο. Οι ασπριδεροί τοίχοι, τα άδεια παράθυρα, οι ξεκούφωτες πόρτες κάνουν τα σπίτια να μοιάζουν με κρανία, στο φεγγαρόφωτο. Περπατάω στην άκρη, σύριζα με τη μάντρα. Ποτέ στη μέση. Λέω ότι το κάνω γιατί είναι επικίνδυνο να πλησιάζεις τα ετοιμόρροπα κτήρια, να, δεν βλέπεις που πέφτουν τα κεραμίδια; (Και γι’ αυτό κοιτάς αλαφιασμένος πίσω σου; Γι’ αυτό η καρδιά σου σταματάει με κάθε κρότο;).

Τι είναι αυτό; Ρίγη; Μες τον καύσωνα; Γιατί ανατρίχιασες, μου λες; Βιάσε το βήμα σου να φύγεις από δω. Κάτι κακό συνέβη εδώ πέρα. Πολύ κακό. Βουρκώνουν τα μάτια μου. Γιατί; Είναι τυπική αντίδραση φόβου αυτή; Κοντεύω να βάλω τα κλάματα –και δεν ξέρω καν γιατί. Κοιτάζω τα μαρμάρινα σκαλοπάτια κι ολόκληρα αποσπάσματα από τα Ματωμένα Χώματα έρχονται στο μυαλό μου. Ποιον να έσυραν άραγε εδώ; Ποιον βασάνισαν, ποιον έσφαξαν, ποια κοπέλα να βίασαν σ’ αυτές τις σκάλες; Το λούκι θα γέμισε αίματα. Το μάρμαρο ποτίζει απ’ το αίμα. (Το ξέρεις γιατί θυμάσαι τη σκάλα του σπιτιού σου, παιδί, τότε που έπεσες κι έσπασες τη μύτη σου. Το αίμα δεν ξέβαψε ποτέ. Έμεινε πάντα ένας λεκές, σαν σκουριά).

Τι ν’ απέγιναν άραγε οι νοικοκυραίοι; Να σώθηκαν κάποιοι; Να γλίτωσαν; Κι οι Τσέτες που τους σκότωσαν, τιμωρήθηκαν ποτέ; Μπα. Δεν θα στοίχειωνε το δρομάκι τότε. Θα είχαν βρει ανάπαυση οι ψυχές. Και τα σπίτια δεν θα ‘μοιαζαν με γυμνά κρανία στο φεγγαρόφωτο. Το καλντερίμι δεν θα αντηχούσε από αόρατα βήματα. Κι ο αέρας δεν θα σφύριζε στις ρημαγμένες στέγες…

Δευτέρα 20 Ιουλίου 2009

In memoriam


Λένε ότι κάθε αποχαιρετισμός είναι κι ένας μικρός θάνατος. Και κάθε καλωσόρισμα, μια νέα αρχή. Η αρχή μιας νέας ζωής. Μιας ζωής γεμάτης «αύριο». Αύριο γεμάτα ελπίδες. Ελπίδες και προοπτικές. Προοπτικές για νέα πράγματα, νέα μέρη και νέες γνωριμίες. Γνωριμίες που κάποτε θα γίνουν αποχαιρετισμοί. Και, με τη σειρά τους, μικροί θάνατοι.

Πόσους θανάτους μπορεί ν’ αντέξει ο άνθρωπος; Πόσο πένθος; Πόσες πικρές αναμνήσεις; Πόσα «χθες»; Να λοιπόν τι σημαίνει να μεγαλώνεις. Να μετράς τα χρόνια σου, αντί να ζεις τις μέρες σου. Και τα χρόνια να τα μετράς -όχι με αριθμούς. Αλλά με πληγές.

Χθες έκλεισαν δύο χρόνια. Δυο χρόνια χωρίς εσένα. Εσένα που μου ‘μαθες να αγαπάω. Που μου χάρισες το ωραιότερο καλοκαίρι της ζωής μου. Που μου’ δωσες πίσω τη χαρά μου. Για λίγο. Και την ξαναπήρες, πριν καν έρθει ο χειμώνας. Ένας χειμώνας που τα χιόνια του δεν έχουν λιώσει ακόμα στην καρδιά μου. Την καρδιά μου που έγινε κομμάτια –ξανά. Τι κι αν τα μάζεψα και συνέχισα; Κάτι λείπει. Κάτι -πάντα- λείπει. Κάθε φορά. Όσο προσεκτικά κι αν κολλήσεις τα θρύψαλα.

Οι παλιές αγάπες, μπορεί να πηγαίνουν στον Παράδεισο, αλλά παίρνουν και κάτι από σένα μαζί.

Και να ‘μαι τώρα με λειψή καρδιά. Ελαττωματικό προϊόν. Ούτε αυτό δεν έχω πια να προσφέρω ολόκληρο. Σε σκέφτομαι πολύ τελευταία. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως γιατί και τότε, εγώ ερχόμουν πάλι Τουρκία. Ίσως γιατί πριν φύγω, πήγα στο Πήλιο. Εκεί που περάσαμε τις πρώτες -και τελευταίες- διακοπές μας. Στην ίδια παραλία. Εκεί που φιλιόμασταν κάθε βράδυ ως το χάραμα, γιατί ο χρόνος μας τελείωνε. Ο χρόνος που μέτραγε αντίστροφα ο ξερός, αμείλικτος ήχος της άμμου στην κλεψύδρα. Κρακρακρακρακρακρακ…

Ή –ίσως- γιατί χθες ήταν 19 Ιουλίου. Η επέτειος ενός ακόμα μικρού θανάτου. Η επέτειός μας.

Κυριακή 19 Ιουλίου 2009

Izmir'i dinliyorum


Αεράκι. Ευλογημένο, Αιγαιοπελαγίτικο αεράκι. Δροσερές ανάσες τρυπώνουν μέσα από τα καλντερίμια που βγάζουν στην προκυμαία και σου χαϊδεύουν το μέτωπο. Στέκομαι ακίνητος με το κεφάλι στραμμένο στον ουρανό, τα μάτια κλειστά κι αφήνω την αύρα να μου στεγνώσει τον ιδρώτα. önce hafif bir rüsğar esiyor, yavaş yavaş sallanıyor yapraklar ağaçlarda. «Ένα ανεπαίσθητο αεράκι φυσάει κι αργοσαλεύει τα φύλλα στα δέντρα».

Ένα από τα ωραιότερα ποιήματα που έχω διαβάσει στα τουρκικά. Ένα από τα ωραιότερα, σε οποιαδήποτε γλώσσα. Γεμάτο εικόνες, ήχους, χρώματα κι αρώματα μιας Πόλης που κάπου υπάρχει ακόμα, κρυμμένη πίσω από τα τουριστομάγαζα της Ιστικλάλ και τα εμπορικά κέντρα του Λεβέντ. Δέκα μέρες κι όμως μου λείπει κιόλας. Η Σμύρνη μοιάζει επαρχιώτισσα σε σύγκριση. Επαρχιώτισσα στολισμένη για το νυφοπάζαρο του Κορντόν.

Σαββατόβραδο στο Αλσαντζάκ. Ψημένα όλη μέρα απ’ τον ήλιο τα πλακόστρωτα, τώρα μοιάζουν ν’ αχνίζουν στη βραδινή υγρασία. Όλα μοιάζουν θαμπά, μαραμένα από μια ζέστη που σε παραλύει, σε εξαντλεί, σε στεγνώνει… Ο ουρανός θολός, τ’ αστέρια αχνά, οι φοίνικες που θυμίζουν μάλλον Φάληρο, παρά Φλόριντα παραιτημένοι, με γερμένα κλαδιά και ξεραμένα φύλλα.

Βρίσκω καταφύγιο σ’ ένα μπαράκι με τεράστιους ανεμιστήρες στην οροφή. Παραγγέλνω ένα κρασί «σογούκ ολούρ» τονίζω, «κρύο», και μου φέρνουν ένα παγωμένο ποτήρι με ζεστό κρασί. Πίνω δυο γουλιές, για να μην κακοκαρδίσω τον σερβιτόρο που έχει διάθεση για κουβέντα και στέκεται πάνω από το κεφάλι μου. Ξαφνικά θέλω να φύγω. Να πάρω τους δρόμους, να περπατήσω, να χαθώ στα στενά, ο,τιδήποτε -αρκεί να μην είμαι εδώ.

Δεν με χωράει ο τόπος απόψε. Δεν ξέρω τι θέλω, δεν ξέρω πού να το βρω, δεν ξέρω από ποιον να το ζητήσω. Βγαίνω στο Κορντόν. Εδώ που μαζεύεται όλη η πιτσιρικαρία της Σμύρνης και κάνει κατάληψη στις αλέες με το γκαζόν. Οι μεγαλύτεροι τη βγάζουν στα παγκάκια, με τον καύσωνα. Και κάποιοι –πάντα- ψαρεύουν. Σ' όλες τις μεγαλουπόλεις της Τουρκίας που είναι κοντά σε νερό, κάποιοι πάντα ψαρεύουν. (Τι; Μπουκάλια; Γαλότσες;).

Μπαίνω μες το πλήθος κι εγώ. Χαμένος στην ανωνυμία του Σαββατόβραδου. Ντόπιοι, ξένοι, τουρίστες, νοικοκυραίοι και πραματευτάδες βολτάρουμε στην πρασιά, δίπλα στην προκυμαία. Για πρώτη φορά από τότε που ήρθα στη Σμύρνη, νιώθω ήρεμος. Μέσα στην πολυκοσμία και το καλαμπαλίκι. Νιώθω ότι ανήκω. Κι αυτό το αεράκι. Το ευλογημένο, Αιγαιοπελαγίτικο αεράκι. Που σβήνει τις σκέψεις μου, όπως σβήνει τα ίχνη του ιδρώτα στο πουκάμισό μου. Κι ανακουφίζει τη μοναξιά μου, όπως ανακουφίζει τη ράθυμη πόλη από τη λαύρα της Ιουλιάτικης μέρας.
önce, hafif bir rüsğar esiyor...

Παρασκευή 17 Ιουλίου 2009

...πόσα τάλιρα γυρεύεις, στον Περαία να με πας;

Το διαμέρισμα είναι στον δεύτερο όροφο. Χωρίς ασανσέρ (όχι που θα είχε). Πάλι καλά, να λες. Στην Κωνσταντινούπολη, το πρώτο διαμέρισμα που έμενα ήταν στον τέταρτο και με μια καραβόσκαλα που για να χωρέσουν δύο, ο ένας έπρεπε να κρεμαστεί από την κουπαστή. Δεν είναι άσχημο, για εργένικο σπίτι. Ο νέος μου συγκάτοικος, μου λέει να βγάλω τα παπούτσια (το πρώτο πράγμα που κάνεις όταν μπαίνεις σ’ ένα τούρκικο σπίτι) και με πάει στο δωμάτιό μου.

Κάνω ν’ ανοίξω την μπαλκονόπορτα και μια μαύρη χνουδωτή μπάλα πηδάει πάνω μου. Ο φύλακας του σπιτιού. Θα μου πεις, τι σόι κτηνίατρος θα ήταν, αν δεν είχε κατοικίδιο; Όχι ότι έχω πρόβλημα. Κάθε άλλο. Τα πάω εξαιρετικά καλά με τα ζώα. Με τα ζώα και τα παιδιά. (Ή μάλλον, τα παιδιά τα πάνε εξαιρετικά καλά μαζί μου. Εγώ διατηρώ τις επιφυλάξεις μου). Απόδειξη ότι το γκριφόν ανεβαίνει στην αγκαλιά μου, βάζει το κεφαλάκι του κάτω από το χέρι μου και κουρνιάζει.

«Τσίτσο, βγες έξω!» τον μαλώνει ο Λούτφι. Αδιαφορία, ο Τσίτσος. «Τσίτσο, κατέβα κάτω!». Τον Κινέζο, ο Τσίτσος. «Κάτω, είπα!». Και δυο αυγά Τουρκίας, ο Τσίτσος. Άμα το ‘χουνε περιορισμένο στη βεράντα, τι να σου κάνει το ζωντανό; Βρήκε ευκαιρία να τρυπώσει μέσα, σιγά μην την άφηνε. (Περίεργο όμως. Το όνομα, εννοώ. Τσίτσο, με φώναζε ο πατέρας μου μικρό. Μια από τις σπάνες εκδηλώσεις τρυφερότητας μεταξύ μας. Από τότε είχα να τ’ ακούσω). Ίσως γι’ αυτό έσφιξα δυνατότερα το σκυλάκι πάνω μου. Έβγαλε μια πνιχτή φωνούλα διαμαρτυρίας, αλλά δεν κουνήθηκε. Κατάλαβε φαίνεται ότι είμαι με το μέρος του. Το γλίτωσες το μπαλκόνι απόψε, Τσίτσο.

Καθόμαστε στη μπροστινή βεράντα για φαγητό. Ο Λούτφι μου δείχνει όλο καμάρι τη θέα. Όλη η Σμύρνη πιάτο. Μακρινό πιάτο. Ιπτάμενος δίσκος, πες καλύτερα. Όσο κοιτάζω τα φώτα της πόλης, τόσο με ζώνουνε τα φίδια. Πώς θα κυκλοφορώ εγώ; Πώς θα φεύγω τα πρωινά –ακόμα χειρότερα, πώς θα γυρίζω τα βράδια εδώ, στην εξορία του Αδάμ; Ό,τι απλούστερο, σύμφωνα με τον Λούτφι. Τον κτηνίατρο που τα παράτησε και δουλεύει dj στο ραδιόφωνο. Πρόκοψε κι αυτός.

«Τα πρωινά θα σε κατεβάζω εγώ μέχρι το κέντρο του Μπουρνόβα». Μάλιστα. "Από κει θα παίρνεις το λεωφορείο ή το τραίνο μέχρι το Κονάκ». Έστω. «Κι από κει, ένα άλλο λεωφορείο ή κάνα τέταρτο με τα πόδια». Εδώ δίπλα, δηλαδή. Καλά όλα αυτά, αλλά τα βράδια, πώς θα γυρίζω; «Έλα μωρέ, από το κέντρο του Μπουρνόβα, τι είναι το σπίτι; Άντε είκοσι λεπτά περπάτημα». Στις ερημιές, ξαναλέω. Στου Χάροντα τα μαρμαρένια αλώνια. Κει που συνδυό δεν κάθονται, συντρείς δεν κουβεντιάζουν.

Και δεν μου λες, ρε κουμπάρε, έτσι για να ‘χουμε καλό ρώτημα... Πες ότι μια μέρα θέλω να φύγω νωρίτερα ή αργότερα ή να γυρίσω μετά τις 12 το βράδυ, τι γίνεται; Πες ότι ξεμένω από τσιγάρα, καφέ, οδοντόκρεμα, απ’ ό,τι μπορεί να ξεμείνει ένας άνθρωπος τέλος πάντων… Τι θα κάνω; Εδώ πέρα που με κουβάλησες, μόνο να βγω στα ρουμάνια να μαζεύω βότανα και μπουγιούμια μου μένει. Σαν τις μάγισσες της Σμύρνης. Ταξί, ξέχνα το. Εκεί πάνω δεν πέρναγε μήτε πουλί πετούμενο.

Αδιέξοδο. Τσίκμαζ. Καθόμαστε να φάμε, αλλά τι να φάω, που τρωγόμουν με τα ρούχα μου; Το φαΐ το τάιζα λίγο-λίγο στον Τσίτσο. Μπαϊράμι έκανε ο γκριφόν.

-Ξέρεις, Λούτφι…
-Μμμμμ; (Όταν τρώμε δεν μιλάμε).
-Εγώ παλιά στην Αθήνα, έμενα στα προάστια.
-Μμμμμ; (Σκασίλα μου).
-Κι επειδή δεν άντεχα την απόσταση, μετακόμισα στο κέντρο.
-Μμμμμ. (Ας πρόσεχες, τι με κόφτει εμένα;).
-Κέντρο, καρά-κέντρο λέμε τώρα.
-Μμμμμ! (Τα ‘παμε αυτά, παρακάτω).
-Και το σπίτι σου, το φανταζόμουν… πώς να στο πω; Κάπως πιο κεντρικό.
-Μμμμμ; (Δεν φταις εσύ, η φαντασία σου τα φταίει).
-Δεν νομίζω ότι μπορώ να μείνω εδώ, τελικά.
-ΜΜΜ;

Επιτέλους, παράτησε το πιάτο του και γύρισε να με κοιτάξει. Λένε ότι όλοι έχουμε έστω ένα ωραίο χαρακτηριστικό πάνω μας. Στον Λούτφι είναι τα μάτια του. Μάτια μεγάλα, στρογγυλά, ανοιχτοπράσινα. Μείναμε έτσι αμίλητοι κάμποση ώρα. Εκείνος να μασάει αργά την τελευταία του μπουκιά κι εγώ να ξεψαχνίζω το κοτόπουλο, μην πνιγεί ο Τσίτσος με κάνα κόκκαλο.

«Αύριο πρωί θα ψάξω για άλλο σπίτι. Κάπου στο κέντρο. Για να μπορώ να κυκλοφορώ άνετα. Όπου θέλω, όποτε θέλω κι ό,τι ώρα θέλω. Με τα πόδια, αν γίνεται. Εδώ πάνω, χωρίς αυτοκίνητο, είσαι ανάπηρος. Κι εγώ ντεν έκω αυτοκίνητο, καρντιά μου. Ταμάμ μι;».

Ταμάμ στα μούτρα σου, θα σκέφτηκε, αλλά τι να πει; Κατάπιε και κούνησε καταφατικά το κεφάλι. «Μπόιλε ιστέρσεν, ταμάμ». Αφού έτσι θες, εντάξει. Άντε πάλι στους δρόμους από αύριο. Το ‘χει η μοίρα μου φαίνεται. Τραβάει ο οργανισμός μου την ταλαιπωρία, δεν εξηγείται αλλιώς. Πάω για ύπνο. Πρώτο και τελευταίο βράδυ στον Μπουρνόβα. Βαποράκι του Μπουρνόβα και καρότσα της στεριάς, πόσα τάλιρα γυρεύεις στον Περαία να με πας; Ας μην είναι στον Περαία. Και μέχρι το Αλσαντζάκ, βολεύομαι.

Βαποράκι του Μπουρνόβα και καρότσα της στεριάς

Μπαίνοντας στη Μαγνησία –Μανίσα τη λένε εδώ- το τοπίο αλλάζει. Οι χαμηλοί λόφοι γίνονται βουνά και τα πουρνάρια δίνουν τη θέση τους στα πεύκα. Μαζί με το τοπίο, άλλαξε κι ο καιρός. Πήρε να δροσίζει και συννέφιασε. Πάνω στη βουνοκορφή άρχισαν να πέφτουν κι οι πρώτες ψιχάλες. Κρίμα που δεν ανοίγει το παράθυρο, να μυρίσω το βρεγμένο χώμα. Τη λατρεύω αυτή τη μυρωδιά. Μαζί με το φρεσκοκουρεμένο γκαζόν και τα ξυσμένα μολύβια.

Και μου πάει η βροχή. Πολύ. Η συννεφιά, ο αέρας, τα αστραπόβροντα. Τρελαίνομαι για τις καλοκαιρινές καταιγίδες, που η φύση ξεσπάει όλη της τη μανία μονομιάς, λες και ξέρει ότι δεν προλαβαίνει. Πρέπει να εξαντλήσει το ρεπερτόριό της, πριν ξαναβγεί ο ήλιος. Πού τέτοια τύχη σήμερα… Ψιχαλίζει για κάνα μισάωρο, ίσα-ίσα για να γλιτσιάσει ο δρόμος και να πάει ακόμα πιο αργά το λεωφορείο, που αγκομαχάει στις ανηφοριές του βουνού με το παράξενο όνομα Σπιλ. (Σιπίλ το προφέρουν οι ντόπιοι. Κατά το σιπόρ, φιλίμ, κουλούμπ. Κάτι παθαίνουν με τα διπλά σύμφωνα οι Τούρκοι. Δεν μπορούν να τα προφέρουν μαζί και βάζουν ένα «ι» στη μέση για να διευκολύνουν τη γλώσσα τους).

Κατηφορίζουμε πια για τη Σμύρνη. Μια-μιάμιση ώρα δρόμος το πολύ. Μεγάλη χώρα. Σε διαλύουν οι αποστάσεις. Την τελευταία φορά είχα έρθει από τη Χίο, με βαπόρι. Έμεινα ένα Σαββατοκύριακο όλο κι όλο και δεν θυμάμαι σπουδαία πράγματα. Τώρα θα μείνω κάμποσο –έτσι λέω τουλάχιστον. Μπορεί να τα μαζέψω και να φύγω σε δυο μέρες πάλι. Μπακαλίμ. Θα δούμε. Φυσάει στο τέρμα των λεωφορείων. Μια τεράστια αλάνα που παρκάρουν τα λεωφορεία, με βενζινάδικο, καφετέρια και διανυκτερεύοντα υπάλληλο, παρακαλώ. Ο αέρας σέρνει τα τενεκεδάκια των αναψυκτικών στο τσιμέντο και κάνει τα σκουπίδια να στροβιλίζονται στις γωνιές, σαν δερβίσηδες.

Ερημιά τέτοια ώρα. Εγώ κι ο διανυκτερεύων υπάλληλος. Που με κοιτάει μάλλον ύποπτα, γιατί αντί να πάω στην πιάτσα να πάρω ταξί, όπως κάθε ταξιδιώτης που σέβεται τον εαυτό του, θρονιάστηκα στην καφετέρια και παράγγειλα τοστ. Περιμένω. Τον Λούτφι, να έρθει να με μαζέψει. Δεν τον ξέρω. Για την ακρίβεια, δεν τον έχω δει ποτέ. Μας έφεραν σε επαφή από το πανεπιστήμιο, επειδή εγώ έψαχνα σπίτι κι αυτός συγκάτοικο.

Περιμένω. Περιμένω πολύ. Κάπου μιάμιση ώρα. Άφαντος ο Λούτφι. Μου είχε πει «θ’ αργήσω λίγο, αλλά θα ‘ρθω». Το καλό που σου θέλω. Και δεν απαντάει στο τηλέφωνο, τρομάρα του. Ο διανυκτερεύων σε λίγο θα με πετάξει έξω. Χτυπάει το κινητό. «Σε πέντε λεπτά θα είμαι εκεί». Κάνω τους υπολογισμούς μου. Πριν μιάμιση ώρα μου είπε σε 20 λεπτά, άρα στα 20 λεπτά, 90 καθυστέρηση, στα 5 πόσο; Το Χ ισούται με τον υπεράνω αυτού αριθμό, επί το κλάσμα αντεστραμμένο. Χ=90 x 5/20.

Μέχρι να τελειώσω την απλή μέθοδο των τριών, ακούω μια φωνή πάνω από τον ώμο μου. «Μέρχαμπα» Γυρνάω και βλέπω ένα καλικαντζαράκι. Κυριολεκτικά. Πώς ήταν εκείνο το ξωτικό, στον Χάρι Πότερ και… Τα μυστικά του βάλτου; Τα μυστικά της Κοντέσας Βαλέραινας; Κάτι τέτοιο, τέλος πάντων. Φτυστός, όμως. (Είναι αυτό που λες στον άλλον «Μου θυμίζεις κάποιον από μια ταινία». Και πάνω που πάει να χαρεί ότι μοιάζει με σταρ του Χόλυγουντ, συμπληρώνεις «Α, ναι μωρέ, το γκόλουμ»).

Δεν βαριέσαι, όμορφος, άσχημος, δεν θα τον παντρευτώ κιόλας. Σηκώνομαι να τον χαιρετίσω και τον χάνω απ’ το οπτικό μου πεδίο. Διότι, το… παιδίον, είπε να με βοηθήσει με τις βαλίτσες. Και πήγε να σηκώσει τη μια. Η οποία έπεσε και τον πλάκωσε. «Άστο ρε καρντάση, μην πάθεις καμιά κήλη και σου ρίχνω μετά βεντούζες να ισιώσεις». «Όχι μπορώ». «Τι μπορείς ρε κιρκιντζέ, που η βαλίτσα είναι μεγαλύτερη από το μπόι σου;».

Τίποτε ο Λούτφι. Το πήρε πατριωτικά. Ζαλώνεται το σακ βουαγιάζ, γιατί την τροχήλατη δεν μπορούσε ούτε να τη σπρώξει κι ήταν τόσο αστείος, που μέχρι κι ο διανυκτερεύων βγήκε από το γκισέ του να μας χαζέψει. Δυο ποδαράκια, ένας σάκος κι από πάνω ένα κεφάλι με πεταχτά τσουλούφια και κάτι τεράστια αυτιά, σαν το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ.

Με τα πολλά, μπαίνουμε στο αυτοκίνητο και ξεκινάμε. Τα φώτα της Σμύρνης αριστερά μας, κάτω από τον αυτοκινητόδρομο. Δεξιά, το χάος και το μαύρο σκοτάδι. Και φυσικά, στρίβουμε δεξιά. Όσο έβλεπα τον πολιτισμό να απομακρύνεται, τόσο δαγκωνόμουν. «Κατά πού πηγαίνουμε, πατριώτη;». «Στη Μπόρνοβα». «Και κατά πού πέφτει αυτή η Μπόρνοβα;». «Λίγο έξω από τη Σμύρνη».

Λίγο έξω από τη Σμύρνη, ήταν ο σταθμός των λεωφορείων. Πόσο πιο έξω, δηλαδή; Του διαόλου τη μάνα, την ξέρεις; Ε, ακόμα παραπέρα. Δρόμο παίρνουμε, δρόμο αφήνουμε, πιάνουμε κάτι ανηφόρες, κάτι κατηφόρες, μπαίνουμε σε κάτι ερημιές που ούτε αδέσποτα δεν έβλεπες –διότι τι να κάνει το αδέσποτο στην ερημιά; Ποιος θα το ταΐσει; Σκοτάδι πήχτρα στο μεταξύ. Μωρέ, πού με πάει τούτος; «Ρε παλικάρι, γιατί πήραμε τα όρη, τα άγρια βουνά;». «Τώρα, φτάνουμε». «Πού; Στο Αφιόν Καραχισάρ;». «Όχι, σπίτι μου». «Μπα, έχει και σπίτια εδώ πάνω; Γιατί εγώ περίμενα σπηλιές κι αρκούδες».

Είχε. Το εξής ένα. Του Λούτφι. Και δικό μου, για όσο θα έμενα στη Σμύρνη. (Άσχετο. Το τραγούδι, γιατί μιλάει για βαποράκια του Μπουρνόβα, αφού ο Μπουρνόβας είναι στα βουνά; Εκτός αν εννοεί άλλα βαποράκια. Από το Αφιόν Καραχισάρ, που λέγαμε;).

Η συνέχεια στο επόμενο...

Πέμπτη 16 Ιουλίου 2009

Ηer şey yolunda

Τέρμα λεωφορείων, στη μέση του πουθενά. Πες ότι λέγεται Καγίπ Σεχίρ –Χαμένη πόλη. Μόνο που δεν είναι καν πόλη. Ώρα 12 παρά κάτι. Καταμεσήμερο. (Πώς καταφέρνω πάντα να ταξιδεύω μες την ντάλα, ένα περίεργο πράγμα…). Ο σταθμός είναι βασικά τρία τροχόσπιτα, τοποθετημένα σαν Γ. Στη μια άκρη υπάρχει ένα καφενεδάκι. Ο Θεός να το κάνει, αλλά σερβίρει καφέ. Και δροσερό νερό. Τζενέτ. Παράδεισος, θα πει.

Ο ταμπής είναι στρουμπουλός, μεσήλικας, πρόσχαρος. Δείχνει άπειρη υπομονή με τα σπαστά μου τούρκικα και με μουντζώνει για να πει ότι θέλει 5 λίρες για τον καφέ και το νερό. «Βε μπιρ…» ψελλίζω, αλλά δεν θυμάμαι τη λέξη. Δείχνω με το δάχτυλο τους αναπτήρες πάνω στο τεζάχι. «Τσακμάκ» μου λέει συγκαταβατικά, σαν δάσκαλος. «Τσακμάκ» επαναλαμβάνω πειθήνια, σαν μαθητής. Τσακμάκι, βρε ζώον, βρίζω τον εαυτό μου και μάλλον σκέφτομαι δυνατά γιατί μου χαμογελάει πλατιά. «Τσακμάκ-Ι» ξαναλέει, τραβώντας το «Ι».

Μάλιστα. Ο Βόγλης και η πώς-την-έλεγαν στο Κορίτσια στον Ήλιο. Τον φαντάζομαι να με κυνηγάει στην αλάνα φωνάζοντας «στάσου μύγδαλα» και με πιάνουν τα γέλια. Γελάει κι αυτός μαζί μου. «Σοκάκ» χτυπάει το δάχτυλό του στο στήθος, «σοκάκι-Ι» συμπληρώνει δείχνοντας εμένα. «Κονάκ, κονάκ-Ι» του απαντάω κι εγώ και ξεκαρδίζεται, σαν μικρό παιδί. «Είδες, μιλάω Ελληνικά», μου κάνει θριαμβευτικά. Αμ έτσι, μιλάω κι εγώ Τούρκικα, λέω εγώ. Από μέσα μου. Απ’ έξω μου, απλώς χαμογελάω.

Βγαίνω και κάθομαι σε μια πλαστική καρέκλα. Ανάβω τσιγάρο με τον καινούργιο μου αναπτήρα κι ετοιμάζομαι να περιμένω μοιρολατρικά μια ώρα μέχρι να φύγει το λεωφορείο. Χαμένος στις σκέψεις μου, ακούω μια ανακοίνωση από τα μεγάφωνα. Κάτι πιάνει τ’ αυτί μου για «Ιζμίρ». Τελειώνω το τσιγάρο, σηκώνομαι να ρωτήσω τι τρέχει με τη Σμύρνη και βλέπω ένα λεωφορείο να κάνει όπισθεν για να φύγει. Το λεωφορείο που έχω ήδη φορτώσει τα πράγματά μου.

Δεν είναι δυνατόν. Η ώρα είναι μόλις 12. Το τσαλακωμένο μου εισιτήριο γράφει ξεκάθαρα 13.00. Γράφει και κάτι άλλα, αλλά δεν έδωσα σημασία, ούτε σκέφτηκα να ζητήσω διευκρινήσεις. Κι η χαριτωμένη υπάλληλος στο τουριστικό γραφείο –που μιλούσε απροσδόκητα καλά Αγγλικά- δεν μου είπε ότι «τα δρομολόγια υπόκεινται σε απροειδοποίητες αλλαγές» ή ότι οι ώρες αναχώρησης είναι για τα μάτια του κόσμου και στην πραγματικότητα οι οδηγοί φεύγουν όποτε τους καπνίσει.

Τρέχω στο γραφείο. «Αυτό ήταν το λεωφορείο για Σμύρνη;». Ναι, μου απαντάνε. "Μα είναι τα πράγματά μου μέσα! Κι εγώ είμαι απ’ έξω!». Λένε, λένε, λένε διάφορα που δεν έκανα καν τον κόπο να αποκρυπτογραφήσω, μόνο τους κουνάω το εισιτήριο σαν μπαϊράκι. «Μα εδώ λέει 13.00. Ον ιτς. Και τώρα είναι 12.00. Ον ικί». Αααααα. Σαν να κατάλαβαν. Όοοοοοοχι, ον ιτς φεύγει από το Ατασεχίρ. Από δω, φεύγει ον ικί. Γι’ αυτό σας είπαν από το γραφείο να είστε εδώ πριν τις δώδεκα. Ανλατινίζ μι; Και που κατάλαβα, τι κατάλαβα, χανιμεφέντιμ; Φασκελοκουκούλωστα.

«Σίμντι, νε γιαπαλίμ;». Τώρα τι γίνεται; Πολύ απλό. Αν ήμασταν στη Γερμανία, τίποτε απολύτως. Πρόβλημά σου, ας πήγαινες να κάνεις εντατικά στου Γκαίτε να συνεννοηθείς, πτωχέ τουρίστα. Εδώ που είμαστε όμως, κάνουμε τα εξής:

1. Παίρνουμε τον οδηγό στο κινητό του.
2. Του εξηγούμε ότι έχουμε έναν ηλίθιο τουρίστα (απτάλ μπιρ τουρίστ) που έχασε το λεωφορείο.
3. Εφόσον ο ίδιος ηλίθιος τουρίστας (άινε απτάλ μπιρ τουρίστ) έχει τα πράγματά του στις αποσκευές και θέλει ντε και καλά να πάει στη Σμύρνη, λέμε στον οδηγό να κάνει στην άκρη και να περιμένει.
4. Λαμβάνουμε τον ηλίθιο τουρίστα (απτάλ τουρίστ, τα είπαμε αυτά, μην τα ξαναλέμε), τον φορτώνουμε στο βανάκι για τις μεταφορές κυτίων και άλλων αντικειμένων.
5. Τρέχουμε σαν τρελοί να προλάβουμε το λεωφορείο που περιμένει με τα αλάρμ αναμμένα.
6. Γυρνάμε στον σταθμό και γελάμε μέχρι δακρύων, ως το τέλος της βάρδιας.

Ευτυχώς, το λεωφορείο ήταν σχεδόν άδειο. Γιατί οκτώ ώρες δρόμο, να με κοιτάνε 50 ζευγάρια μάτια και να χασκογελάνε με το πάθημά μου, δεν ξέρω αν θα το άντεχα. «Μεράκ έτμε» μου λέει καθησυχαστικά ο οδηγός. Μωρέ ας μην σε προλάβαινα και σου 'λεγα εγώ αν με ένοιαζε και μ' έκοφτε. Όχι τίποτε άλλο, αλλά πάνω στη φούρια μου, ξέχασα και τα τσιγάρα. Μαζί με τον καινούργιο αναπτήρα.

Τετάρτη 15 Ιουλίου 2009

Οδοιπορικό

Δρόμος ατέλειωτος, μακρύς, φιδογυριστός. Άσφαλτος σκασμένη απ' τον ανελέητο ήλιο. Το λεωφορείο τραντάζεται σαν κονσερβοκούτι, καθώς διασχίζει αχανείς εκτάσεις με χωράφια, λόφους και μικρά ποτάμια που κάποτε μπορεί να κατέβαζαν νερό. Τώρα, μετράς τα βότσαλα στον βυθό τους. Ξηρασία. Ζέστη. Πέτρα κι άγονα βράχια. Ο Τούρκος δίπλα μου κοιμάται, με το κεφάλι γερμένο στο πλάι. Όταν τα τραντάγματα του λεωφορείου με φέρνουν κοντά του, μου 'ρχεται μια μυρωδιά από σουντζούκι και μπαχάρια. Όχι ακριβώς δυσάρεστη, αλλά… Βαριά. Ταγκή. Κι είναι νέος –όχι πάνω από 28-30; Ψηλός, για Τούρκος. Τα πόδια του δεν χωράνε στο κάθισμα και πιέζει με το γόνατό του το δικό μου. Φοράει μαύρο παντελόνι και πουκάμισο (μ’ αυτή τη ζέστη;), αλλά καφέ παπούτσια. Σκαρπίνια. Σαν αυτά που κοροϊδεύαμε παιδιά, όταν πηγαίναμε ταξίδι στην επαρχία.

Ο ουρανός απέραντος, ξεθωριασμένος από τη μεσημεριάτικη λαύρα. Πόσο πιο μακρινός δείχνει ο ορίζοντας όταν δεν υπάρχουν βουνά… Το τοπίο αδιάφορο. Ξερό, σκονισμένο, άχρωμο. Μπορεί να φταίει η ώρα. Μπορεί και η διάθεσή μου. Έχω βάλει μουσική για να μην ακούω τα μωρά που κλαίνε και τις μαντιλοφόρες μανάδες που τα μαλώνουν σε μια γλώσσα ακόμα άγνωστη. Η τηλεόραση που μου τάξανε δεν έχει σήμα μάλλον. Η εικόνα έχει παγώσει, στο πρόσωπο κάποιου άντρα που μοιάζει να μορφάζει από πόνο. Λες και θα καταλάβαινα τίποτε, ακόμα κι αν έπαιζε. Καλύτερα. Ένας θόρυβος λιγότερος.

Τα χωριά που περνάμε, θλιβερά. Φτωχικά σπίτια, ξιπόλητα παιδιά, άντρες με μουστάκι και ριγέ πουκάμισα (γιατί έχουν τόση αδυναμία στα ριγέ πουκάμισα στη Μέση Ανατολή;) και σκυθρωπές γυναίκες με μαντίλα. Κτήρια παλιά, παραμελημένα, με τοίχους που ξεφλουδίζουν και παράθυρα που χάσκουν. Μόνο τα τζαμιά είναι περιποιημένα. Αλίμονο. Σκελετωμένα δάχτυλα οι μιναρέδες, δείχνουν τον δρόμο για τη βασιλεία των ουρανών. Σε ποιον; Κανείς δεν δείχνει να νοιάζεται. Βράχνιασε ο μουεζίνης να καλεί τους πιστούς για προσευχή. Απόγευμα πήγε πια. Πείνασα. Η μπαγιάτικη μυρωδιά του διπλανού μου, άρχισε να μου φέρνει ναυτία. Ας κάνουμε μια στάση, κάπου, οπουδήποτε. Να κάνω ένα τσιγάρο τουλάχιστον.

Η ζέστη όταν βγαίνεις από το λεωφορείο, σε χτυπάει σαν γροθιά. Λεκέδες ιδρώτα ξεφυτρώνουν στον λαιμό μου, στο στήθος, στις μασχάλες μου. Ωραία. Τώρα θα μυρίζω κι εγώ σαν τους άλλους. Να που έγινα κιόλας ντόπιος. Τα μαλλιά μου κολλάνε στο σβέρκο, ο αναπτήρας γλιστράει στα δάχτυλά μου, το τσιγάρο μουλιάζει από τις στάλες του ιδρώτα, αλλά το ανάβω. Κι εισπνέω τον καπνό βαθιά, με κλειστά τα μάτια. Surgeon’s warning kiss my ass. (Τι κάνω εδώ; Τι δουλειά έχω εγώ εδώ; Γιατί δεν είμαι σε μια παραλία με τους φίλους μου ή έστω στο δροσερό μου διαμέρισμα; Πού πάω;).

Ανοίγω τα μάτια. Τίποτε δεν άλλαξε. Ο ατέλειωτος δρόμος, η σκασμένη άσφαλτος, τα σαραβαλιασμένα βανάκια με τα κρόσια στο παρμπρίζ και τα φορτηγά που γράφουν Allah korusun στην καρότσα. Ο Αλλάχ να φυλάει. Τα έρμα. Σαν εμένα.

Τρίτη 14 Ιουλίου 2009

Son gun

Πάει, έφυγε το τραίνο, έφυγες και συ... Μες τη λαύρα του καλοκαιριού. Άφησες πίσω σου τον καύσωνα του Ιουλίου για να βρεις, τι; Σάμπως ξέρεις; Σάμπως αναρωτήθηκες ποτέ; Μόνο φεύγεις. Πάντα φεύγεις. Δεν διεκδικείς. Ποτέ. Αφήνεις τους άλλους να σε διεκδικούν κι εσύ, απλώς φεύγεις. Κι αφήνεις πίσω σου συντρίμμια. Κι αποκαΐδια. Δεν σου μυρίζει καμένο ξύλο; Κάπου έπιασε φωτιά πάλι. Στα μπατζάκια σου μάλλον.
Το παράθυρο ορθάνοιχτο, παρά τον κλιματισμό στο βαγόνι. Να σε φυσάει ο αέρας και να μην ακούς ούτε τις σκέψεις σου. Δεν την αντέχεις τη ζέστη. Σε αποσυντονίζει. Γιατί δεν μπορείς να την ελέγξεις, όπως το κρύο. Το χέρι απλωμένο πάνω στις γρίλιες του εξαερισμού. Μαυρισμένο απ' τον ήλιο. Παράξενο πράγμα. Στον ήλιο δεν κάθεσαι ποτέ. Σαν τις γριές, κυνηγάς τη σκιά. Πότε πήρες χρώμα; Το κομποσκοίνι σου έχει αφήσει ένα λευκό σημάδι στον καρπό. Σαν δεύτερο βραχιόλι. Ωραίο χέρι. Καλοφτιαγμένο, με τις φλέβες να πετάνε στη ράχη της παλάμης και στρογγυλά, μικρούτσικα νύχια. Παιδικά. Εσύ ξέρεις καλύτερα όμως. Τα μικρά νύχια δείχνουν κυνισμό. Σσσστ. Μην σ' ακούσει κανείς και το πει παραέξω.
Στον καθρέφτη δεν κοιτάζεσαι ποτέ. Δεν θέλεις να βλέπεις τον εαυτό σου. Δεν τον αναγνωρίζεις, γι' αυτό. Βλέπεις έναν ξένο. Έναν άγνωστο. Συγγνώμη κύριε, ποιος είστε, ένα πράγμα. Σπίτι σου καθρέφτη έχει μόνο στο μπάνιο. Μικρό, θαμπό, με έναν παλιομοδίτικο γλόμπο από πάνω. Πλένεις τα δόντια σου κάνοντας βόλτες στο διαμέρισμα. Χαζεύεις τηλεόραση, τσεκάρεις τα μηνύματά σου, μπαίνεις στο facebook. Στον νιπτήρα ποτέ. Μην τυχόν και πέσει το μάτι στο είδωλό σου. Και αναρωτηθείς πάλι, "έτσι είμαι"; "Έτσι με βλέπουν οι άλλοι"; "Εγώ γιατί νιώθω άλλος";
Ούτε φωτογραφίες βγάζεις. Κι αυτές που σου βγάζουν κλεφτά δεν τις κοιτάς ποτέ. Κι αν στις στείλουν με mail τις σβήνεις. Χωρίς να τις δεις. (Γι' αυτό άνοιξες τέντα το παράθυρο; Μην τυχόν και καθρεφτιστείς στο τζάμι;). Λες ότι δεν έχεις ανάγκη τις αντανακλαστικές επιφάνειες για να ταυτιστείς με τον εαυτό σου. Ότι καθρεφτίζεσαι στα μάτια των άλλων. Γι' αυτό δεν ασχολείσαι ποτέ με όποιον δεν ασχολείται μαζί σου. Γιατί στα δικά του μάτια, είσαι ασήμαντος. Αόρατος. Και πρέπει να είσαι σημαντικός, σωστά; Το κέντρο του ενδιαφέροντος. Μη σου πω και του σύμπαντος. Πόσο σου έχει κοστίσει αυτό; Να είσαι πάντα εύθυμος, ζωντανός, ευφυής, ετοιμόλογος, γοητευτικός; Δεν έρχονται στιγμές που το νιώθεις σαν αγγαρεία; Που πνίγεσαι από τον ρόλο του ζεν πρεμιέ; Κι οι ζεν πρεμιέ γερνάνε κάποτε, το ξέρεις; Πού να το ξέρεις; Δεν έχεις καθρέφτη να δεις το γκρίζο στα μαλλιά σου. Που θα γίνει λευκό μια μέρα. Και πώς θα το παίζεις γόης μετά;
Γι' αυτό φεύγεις; Για να αποφύγεις το αναπόφευκτο; Θα σε βρει εκεί που πας. Όπου πας. Όσο μακριά κι αν πας. Κι ας μιλάς μια άλλη γλώσσα, τότε. Πάντα στα Ελληνικά θα σκέφτεσαι. Και στα ελληνικά, η μοναξιά πονάει πιο πολύ.