Σάββατο 22 Αυγούστου 2009

Απομεινάρια μιας μέρας

Σέρτικος καπνός και σαπούνι. Και κολώνια Old Spice. Λένε ότι απ’ όλες τις αισθήσεις, η όσφρηση συνδέεται πιο στενά με τη μνήμη. Πού βρέθηκε αυτή η μυρωδιά από το παρελθόν; Ξυπνάω απότομα, σαν από όνειρο και κοιτάζω δίπλα μου. Στη θέση που ήταν ακόμα κενή όταν ξεκινήσαμε, κάθεται κάποιος. Με κοντό γενάκι κι αθλητική εφημερίδα. Κι αυτή τη μυρωδιά απ’ το παρελθόν. Ξανακλείνω τα μάτια κι αφήνω τις οσμές να με ταξιδέψουν. Εικόνες από τα παλιά περνάνε πίσω από τα κλειστά μου βλέφαρα, σαν τα βιού μάστερ που είχαμε παιδιά.

Μακριά δάχτυλα, χέρια καλλιτέχνη, με λεκέδες νικοτίνης στα νύχια. Μικρό, περιποιημένο μουστάκι και καλοξυρισμένα μάγουλα. Γραβάτα και γιλέκο, με αλυσίδα για το ρολόι. Μαλλιά κάποτε μαύρα, τώρα πασπαλισμένα μ’ αλάτι. Και τα μάτια μου. Σε ένα άλλο πρόσωπο, γερασμένο, με βαθιές γραμμές στο μέτωπο και τα μάγουλα. Δεν είμαι εγώ -κι όμως είμαι. Όπως θα γίνω κάποτε. Είχα ξεχάσει το πρόσωπό σου, παππού. Και να που μου το θύμισε ένας ξένος, σ’ έναν ξένο τόπο. Που μυρίζει σαν εσένα. Καπνό, σαπούνι και Old Spice.

Το θυμάμαι ακόμα το μπουκάλι. Βαρύ, αλαβάστρινο, με το καραβάκι και τα καλλιγραφικά, κόκκινα γράμματα. Έμπαινα κρυφά στο μπάνιο κι έβαζα στα χέρια μου, το ξέρεις; Ήταν σαν ταλκ. Όπως σου έκλεβα τα τσιγάρα. Κι έκανα ότι καπνίζω. Σαν εσένα. Γέλαγα, όταν τσακωνόσουν με τη μαμά. Κι έπαιρνα πάντα το μέρος σου. Ήμουν ο μόνος που δεν τον ενοχλούσαν οι ιδιοτροπίες σου. Τα σεντόνια δεν ήταν ποτέ αρεκτά κολλαριστά, τα πουκάμισα δεν εφάρμοζαν καλά κι ο γιακάς έχασκε στον λαιμό. Πώς να δέσεις τη γραβάτα; Θυμάσαι που έβαζες ένα βουναλάκι αλάτι στο πιάτο και βούταγες τις μπουκιές σου, πριν τις φας; «Έχει αλάτι το φαΐ, πατέρα» έλεγε η μαμά. Εσύ έκανες πως δεν άκουγες. Σ’ αυτό σου ’μοιασε η αδελφή μου. Εγώ, σ’ όλα τ’ άλλα.

Αν δεν ήσουν εσύ, μπορεί και να την πίστευα όταν έλεγε ότι με πήραν από τους γύφτους. Και τον κόσμο, που αναρωτιόταν σε ποιον έμοιασε αυτό το παράξενο, αδύνατο παιδί με τα τσιγγάνικα χρώματα και τα σχιστά μάτια. Το αγρίμι, που δεν ήθελε αγκαλιές και φιλιά και τραβιόταν όταν πήγαιναν να του χαϊδέψουν τα μαλλιά. Τα ίσια, ασιατικά μαλλιά. Σαν τα δικά σου. Που παίδευαν τους μπαρμπέρηδες γιατί έπεφταν πάντα μες τα μάτια μου. Αλλά η μαμά δεν τους άφηνε να μου τα κόψουν κοντά. Σαν κρόσια είναι, έλεγε. Σαν μεταξένια κρόσια. Τα μισούσα τα μαλλιά μου, παιδί. Ήθελα να είχα τα κατανόξανθα, σγουρά μαλλιά του μπαμπά. Και τα πράσινα μάτια του.

Αλλά έμοιασα σε σένα, παππού. Φτυστός, που λένε. Σε όλα σου. Και στην εμφάνιση και τον χαρακτήρα. Μόνο το όνομά σου δεν πήρα. Και σου ‘μεινε η πίκρα, που δεν με βγάλανε Δημήτρη. Και μένα, η πίκρα που έφυγες τόσο νωρίς. Τόσο αναπάντεχα. Ήμουν, πόσο; Δεκατεσσάρων; Δεκαπέντε; Καλοκαίρι ήταν. Ιούλιος μήνας. Μπήκες να κάνεις εγχείρηση καταρράκτη. Και δεν ξαναβγήκες ποτέ. Η εγχείρηση πέτυχε, ο ασθενής πέθανε, που λένε. Ήρθαμε να σε δούμε, με τα γλυκά στο χέρι. Εγώ είχα βάλει κρυφά στην τσέπη τα τσιγάρα σου -κάπνιζαν ακόμα τότε στα νοσοκομεία. Κι εσύ είχες πεθάνει. Ξαφνικά, μες τη νύχτα. Με τους επιδέσμους ακόμα στο μάτι. Allah rahmet eylesin, που λένε εδώ. Ο Θεός να ρίχνει βροχή στο μνήμα σου.

Μπα σε καλό μου, σήμερα.

3 σχόλια:

  1. μπα σε καλό σου, πράγματι.
    υπέροχος άνθρωπος. Να ζήσεις να τον θυμάσαι (όσο και αν δεν σου αρέσουν αυτού του είδους οι ευχές).

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. μάλλον απομεινάρια μιας ζωής είναι αυτά, έστω κι είναι 15 χρόνων, είδες που μερικά πράγματα μας κάνουν να θυμόμαστε ανθρώπους που μας σημάδεψαν;

    ΑπάντησηΔιαγραφή