Τετάρτη 24 Ιουνίου 2009

1.gun

Βραδάκι, Δευτέρα 6 Αυγούστου 2007, Κωνσταντινούπολη. Μια γειτονιά στις ανηφοριές του Πέρα. Κάποτε ελληνική. Τώρα… Μες τη μαντίλα και το ορθόδοξο Ισλάμ. Ούτε να κυκλοφορούμε μες το σπίτι με τα σώβρακα δεν μπορούμε. Το καλντερίμι για να βγεις στην Ιστικλάλ, Γολγοθάς σκέτος. Ορειβασία του κερατά. Πίστα για δυνατούς παίχτες – αλπινιστές συγκεκριμένα. Παντού μυρωδιές από σκόρδο και μπαχάρια. Μούχλα, υγρασία και μια ακαθόριστη οσμή κλεισούρας, σκουπιδιών και ξινισμένου ιδρώτα. Φτωχομαχαλάς. Αλλά με θέα.

Δωμάτιο με θέα. Εκείνο το δωμάτιο, ήταν στη Φλωρεντία. Αυτό, στο Τοπχανέ. Εις την Πόλιν. Κι η ημισέληνος στο βάθος. Πάντα υπάρχει μια ημισέληνος στο βάθος. Για να μην ξεχνιόμαστε. Η Σταμπούλ που θέλει να ξαναγίνει Κωνσταντινούπολη. Πολιτιστική προωτεύουσα της Ευρώπης για το 2010. Καθαρίζουν μανιωδώς τους δρόμους, αλλά σκουπιδοτενεκέδες… γιόκ. Τους μαζέψανε μετά τις τελευταίες βόμβες. Μαυροντυμένοι αστυνομικοί περιπολούν το Μπέιογλου με τ’ αυτόματα στο χέρι, ακροβολισμένοι. Δεν αστειεύονται. Σε πλακώνουν μέχρι να πεις «μπιρ Αλλάχ». Ένας είναι ο Αλλάχ.

Και θαυμαστά τα έργα του… Κάποιος μου έλεγε ότι θεωρούνται η πιο σκληρή αστυνομική ομάδα στον κόσμο. Ο Άλεξ νομίζω. Ένας Γερμανός από τη σχολή. Θρύλοι και παραδόσεις. Θρύλος νούμερο ένα: Η Κωνσταντινούπολη είναι φτηνή. Ναι, αν θεωρείς 10 λίρες για έναν καφέ καλή τιμή. 7 ευρώ δηλαδή. Και κάτι ψιλά. Ορίστε; Πας σε μπαρ, ζητάς φιστίκια, στα φέρνουν και μετά στα χρεώνουν 4 λίρες. 2,5 ευρώπουλα, έτσι για πουρμπουάρ. Ένα μπουκάλι τζιν σε κάβα, 45 λίρες. 30 ευρώ περίπου.

Θρύλος νούμερο δύο: Οι Τούρκοι είναι ωραίοι άντρες. Άμα σ’ αρέσουν οι μαυριδεροί, μεσανατολίτες, με τη μπάκα και το στιλάκι δεκαετίας του ’80, σαν τον Πάνο Μιχαλόπουλο σε βιντεοταινία του Δαλιανίδη, πάω πάσο. Εμένα πάλι όχι. Γιόκ. Θρύλος νούμερο τρία: Το καλοκαίρι βρωμάει ο Βόσπορος. Ψέματα. Πιο πολύ βρωμάει το Μικρολίμανο. Κι η ζέστη δεν είναι αφόρητη. Σπάνια ξεπερνάει τους 32, 33 βαθμούς. Όχι σαν την Αθήνα που τον Ιούλιο χτύπησε πενήντα. 52 για την ακρίβεια.

Να μου πεις υγρασία, να σου πω μάλιστα. Τρελή. Τσοκ νεμλί. Κολλάς ολόκληρος. Όπως σήμερα, ας πούμε. Γυναίκες ωραίες, έχει. Και τα πιτσιρίκια είναι νόστιμα. Κάτι παθαίνουν όταν τριανταρίζουν φαίνεται. Μετάλλαξη. Παχαίνουν, φαλακραίνουν και ντύνονται σαν τον πατέρα τους. Χωρίς το φέσι. Που το απαγόρευσε ο Κεμάλ, το ’34. Κάποιοι έχουν ωραία μάτια πάντως. Μελιά ή πράσινα. Αλλά τι να το κάνεις; Το υπόλοιπο θυμίζει Ζεφύρι.

Και το νερό, νεράκι. Έχουμε -λέει- νερό για δυο-τρεις μήνες ακόμα. Και γίνονται συνέχεια διακοπές. Και στο νερό και στο ρεύμα. Τώρα που το θυμήθηκα, να κάνω κι ένα save, να μου βρίσκεται. Της βρύσης, ούτε να πεθαίνεις της δίψας δεν πίνεται. Μπάνιο κάνεις και μυρίζει τενεκεδίλα. Και σκουριά. Μόνο οι γάτες του δρόμου το πίνουν. Οι άπειρες γάτες του δρόμου.

Κάποτε, λέει, η Κωνσταντινούπολη ήταν γεμάτη αδέσποτα σκυλιά, που γύριζαν σε αγέλες και χύμαγαν σ’ όποιον έβρισκαν. Χωρίς μπαστούνι, δεν έβγαινες απ’ το σπίτι. Θα σε τρώγανε ζωντανό οι κοπρίτες. Μέχρι που κάποιος σουλτάνος, δεν θυμάμαι τώρα ποιος, έβγαλε φιρμάνι και τα μαζέψανε. Μη φανταστείς Φιλοζωικές και τέτοια. Μπα. Τα μπαρκάρανε σ’ ένα ξερονήσι στον κόλπο του Μαρμαρά και τ’ αφήσανε να ψοφήσουν της πείνας. Τ’ άκουγες ν’ αλυχτάνε μέχρι την Πόλη, γράφουν κάποιοι ξένοι περιηγητές της εποχής.

Τώρα πια, τη θέση τους πήραν οι γάτες. Την αποκαλούν «Κεντί σεχίρ» -η Πόλη με τις γάτες. Δεν έχω δει περισσότερα γατιά στη ζωή μου. Κάθε είδους, μεγέθους και χρώματος. Τουλάχιστον αυτά δεν ορμάνε. Υπάρχει κι ένα πάρκο, στο Τσιχανγκίρ, που το λένε Κεντί Παρκί –Γατόπαρκο σαν να λέμε. Το βασίλειο των αδέσποτων. Κρέμονται σαν τα τσαμπιά από παντού.

(Γαμώ τον μουεζίνη μου, γαμώ. Ξανάρχισε το βιολί του. Κι είναι και παράφωνος. Λες και του δίνει κανένας σημασία. Δεν είδα και κανέναν να μπρουμουτιάζεται για να κάνει μετάνοιες. Στην Ιορδανία, παρατάγανε τις δουλειές τους και πέφτανε στα τέσσερα. Καταμεσίς του δρόμου).


Κι όλα τριγύρω αλλάζουνε, κι όλα τα ίδια μένουν. Σαν τη ζωή μου. Σαν τη θέα απέναντι. Ίδιος Βόσπορος, ίδια σημαία, ίδια βουνά στο βάθος. Τα Πριγκιπόνησα είναι, λέει η Ρουσγκιάρ. Κι ο ίδιος μουεζίνης, πιστός στο ραντεβού του. Να καλεί τους πιστούς για το ναμάζι. Με τα ίδια λόγια, από καταβολής Ισλάμ. Που κανείς δεν καταλαβαίνει, αλλά όλοι ξέρουν τι σημαίνουν. Έτσι μου είπε η Ρουσγκιάρ. Ο Γιάννης. Έτσι τη λέω, γιατί κάθε τρεις λέξεις, πετάει κι ένα «γιάνι», που θα πει «δηλαδή» στα Τούρκικα. Κρίμα, κι έχει τόσο ωραίο όνομα: Άνεμος.

Και η ίδια πίκρα, ο ίδιος κόμπος στο στομάχι… Έτσι θα είναι πάντα τα πράγματα; Οι άλλοι θα ζουν κι εγώ θα γράφω; Αυτά που ζουν οι άλλοι; Σκατά. Μποκού γεντίκ. Και θα ήταν τόσο απλό, τόσο εύκολο… Ένα μήνυμα, μόνο. Δύο λέξεις. «Και μένα». Άντε τέσσερις. «Κι εμένα μου λείπεις». Θα πέταγα τώρα. Ενώ κάθομαι σ’ ένα σαλόνι γεμάτο ναπολιτάνους και προσπαθώ να συνεννοηθώ με τα Ιταλικά άνευ διδασκάλου που έμαθα ένα καλοκαίρι στον Ωρωπό.

Το είπα εγώ: Ιταλικά θα μάθω, Γερμανικά έχω αρχίσει να τα ξαναθυμάμαι με τόσους Γερμανούς στην τάξη… Τούρκικα, χλωμό το κόβω. Με ποιόν να μιλήσω Τούρκικα σε τελική ανάλυση; Με τη μαμά του Αλεσάντρο από τη Βία Παρτενόπε; Που δεν θυμάμαι καν τ’ όνομά της; Ο πύργος της Βαβέλ, το διαμέρισμα της Κουμπαραντζί Γιοκουσού και Σερνταρί Εκρέμ γωνία. Ότι θες ακούς. Κι ότι θες καταλαβαίνεις. Κυρίως το δεύτερο.

Τους έβαλα και Ιταλικά τραγούδια, να χαρούν εδώ στα ξένα που ήρθαν. Μην τους λείψει η πατρίδα. Μπας και μ’ αφήσουν στην ησυχία μου να γράψω τ’απομνημονεύματά μου. Τα ημερολόγια καταστρώματος του Σεφέρη. Το τρίτο Νόμπελ της Ελλάδας σαν να λέμε. Τρομάρα μου.

1 σχόλιο: