Σάββατο 27 Ιουνίου 2009

4.gun

Τι τά 'θελα τα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια χθες βράδυ; Δεν καθόμουν αγκαλιά με τη θερμοφόρα μου, να πιω κάνα ζεστό μπας και συνέλθω; Χάλια ξύπνησα σήμερα. Βήχω σαν φυματικός λίγο πριν τις αιμοπτύσεις και νιώθω σαν να 'χω καταπιεί σπασμένα γυαλιά. Άσε η τρομάρα που πήρα αξημέρωτα. Κάποιος χαρχάλευε την κλειδαριά. Ανοίγω το μάτι και περιμένω. Ακούω την πόρτα ν' ανοίγει. Πιάνω το κινητό και στήνομαι πίσω από την πόρτα. Ακούω ψιθύρους στο γραφείο (Γραφείο, αποκαλώ συνθηματικά το χολ του σπιτιού, όπου έχω βάλει το... γραφείο μου). Ωραία λέω, είναι και δύο. Και δεν μου βρίσκεται πρόχειρο τίποτε βαρύ. Η Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας του Μάνσελ μόνο, στο κομοδίνο. Βαριά η γνώση, δεν λέω, αλλά το βιβλίο τι να ζυγίζει; Ένα κιλό-σκάρτο.
Μωρέ σαν γυναικείες να είναι οι φωνές. Εκεί φτάσαμε λοιπόν; Ιδού τα αποτελέσματα της γυναικείας χειραφέτησης, κυρία Καλιρρόη Παρέν μου. Τα βλέπετε; Αμ δεν τα βλέπετε. Γιατί προλάβατε κι αποδημήσατε εις Κύριον, πριν δείτε την κατάντια του φύλου σας. Και του φίλου σας. Εμού του ιδίου. Με τα σώβρακα, να τουρτουρίζω από τον πυρετό και να κρατάω στο χέρι το Sony Ericsson ως σανίδα σωτηρίας. Για να πάρω ποιον; Την Άμεσο Δράση; Να με βάλουν στην αναμονή ή ακόμα χειρότερα, να μου βγει κανένα μαγνητοφωνημένο μήνυμα "Αν θέλετε να δηλώσετε απώλεια προσωπικών αντικειμένων, παρακαλώ, πιέστε το 1. Για καταγγελία εξύβρυσης, πιέστε το 2. Για σωματικές βλάβες ή βιασμό, πιέστε το 3..."; Μέχρι να φτάσουμε στη διάρρηξη, θα μου έχουν πάρει και τα σώβρακα, μη σου πω και το κινητό μαζί.
Η μια δεν τα μίλαγε καλά τα ελληνικά. Κάτι σπαστά έλεγε. "Κουζίνα βάλει καλύτερα, τέλει ψυγκείο". Ποιο πράγμα θέλει ψυγείο; Το πτώμα μου; Σιγά ρε κορίτσια, ψυχραιμία. Άσε που δεν χωράει. Εντάξει, μπορεί να μην είμαι ο Φασούλας, αλλά δεν είμαι και μισή μερίδα, να με βάλεις στο τάπερ. "Όχι Αντριάννα, τη σούπα να την αφήσουμε έξω, να τη βρει λίγο ζεστή το πρωί που θα ξυπνήσει". Σούπα; Ζεστή; Ρε μάνα, εσύ είσαι και με κοψοχόλιασες πρωινιάτικο; Η Μάνα. Όχι του Γκόρκι, η δικιά μου. Του δειλινού η καμπάνα. Πήρε χθες να ρωτήσει πώς είμαι και της είπα ότι είμαι αδιάθετος -αν της έλεγα άρρωστος, με πυρετό και τέτοια θα μου είχε κλείσει ράντζο στον Άγιο Σάββα, δεν τίθεται θέμα.
Μέγα σφάλμα. Διότι μάνα είναι μόνο μια και αυτή η μια αποφάσισε ότι ο κανακάρης της πρέπει να έχει ζεστή κοτόσουπα και βραστό κοτοπουλάκι με φιδέ για να συνέλθει το μανάρι της. Δεν σκέφτηκε να με ενημερώσει όμως. Της ήρθε η έμπενυση να μου φέρει το συσσίτιο και πήρε μαζί για συνεργό τη γυναίκα που έχει τα κλειδιά του σπιτιού. Για να έρχεται να καθαρίζει η Χριστιανή, όχι για να μου κάνει μεταμεσονύκτιες επισκέψεις.
Μάνα και Αντριάννα λοιπόν, κάνουν έφοδο στην κουζίνα, η Αντριάννα στραβομουτσούνιασε βλέποντας τα άπλυτα στον νιπτήρα, η μάνα μου κάτι είπε που κοιμάμαι γυμνός και δεν σκεπάζομαι "...θέλω να πάθω καμιά πνευμονία, να τρέχουμε μετά; Βέβαια, τι με νοιάζει εμένα, εγώ θα τρέχω; Εκείνη θα τα περάσει όλα. Αλλά έτσι ήμουν, από μικρός. Τώρα θα με μάθει; Δεν φταίει όμως κανείς άλλος, όοοοοοοοχι, εκείνη φταίει που έγινε θυσία τόσα χρόνια και πού είναι το ευχαριστώ;...". Something along those lines.
Και πρέπει να τρέχω και στο Σύνταγμα να περιμαζέψω τον Αυστραλό τουρίστα. The mate from down under. Για χάρη του βγήκα χθες, δηλαδή. Ας όψεται που θέλω να του νοικιάσω το σπίτι για το καλοκαίρι, αλλιώς... Και θα μου έρθει σήμερα να το δει από κοντά, να αποφασίσει αν έχει καλό φενγκ σούι. Δε βαριέσαι, είτε έτσι, είτε αλλιώς να έρθει να ξεμπερδεύουμε. Καλό παιδάκι φαίνεται. Κυρία. Κυριολεκτικά. Μόνο το ταγιεράκι του λείπει. (Αμάν, έλεγα στον Αντρέα χθες, θα μου το κάνει το σπίτι Δελφινάριο. Μες το πούπουλο και την παγιέτα).
Η διαχειρίστρια θα πάθει πολιτισμικό σοκ. "Σαν τι μέρος του λόγου είσαι εσύ ρε παλικάρι;". "Αυστραλός, κυρία Άννα, ξέρετε, από την Αυστραλία; Που έχει τα καγκουρό;". "Μωρέ, έτσι τους φτιάχνουν εκεί κάτω; Να τους χαίρεται η μανούλα τους". "Μην το λέτε, είναι βέβαια λίγο... χμ... χαριτωμένος, αλλά είναι καλό παιδί". "Τι χαριτωμένος, παιδί μου; Αυτός κουνιέται και λυγιέται σαν να περνάει το Κάβο Ντ' Όρο, ήμαρτον Παναγία μου, μαγαρίστηκα Σαββατιάτικα".
Θα τόνε βλέπει στο ασανσέρ και θα λιβανίζει τους διαδρόμους. Άσε οι υπόλοιπες γριές της πολυκατοικίας. Που είναι και πολλές. (Τελικά έχουν δίκιο που λένε ότι οι γυναίκες ζουν περισσότερο από τους άντρες. Τίγκα στις χήρες είμαστε εδώ μέσα. Χήρος ούτε ένας, για δείγμα). Θα βρουν καινούργιο χόμπι, τώρα που σταματάνε και τα πρωινάδικα. Ποια Λαμπίρη και Κοιτάω Μπροστά μου λες εσύ τώρα... Με τον Λίαμ θα βρουν μαλλί να ξάνουν όλο το καλοκαίρι. Εισιτήρια θα κόβει η κυρά-Μαριάνθη από δίπλα. Που είναι κι ελαφρώς κουφή. (Καλημέρα της λες, "Μπα, καιρό έχω να τον δω" σου απαντάει).
Μην αρχίσει μόνο να κουβαλάει τίποτε μπετατζήδες εδώ μέσα και μου κάνει το δυάρι γκαρσονιέρα. Άλλος για τη βάρκα μας, ένα πράγμα. Θα γίνουμε νούμερο σ' όλη την Κομνηνών. Αχ, ας μην είχα ανάγκη τα λεφτά για να πάω στην Τουρκία και σου 'λεγα εγώ. Άτιμη κοινωνία. Που άλλους τους ανεβάζεις κι άλλους τους ρίχνεις στα ξένα χέρια. Που είναι και μαχαίρια. Αν και στην περίπτωση του Λίαμ, μάλλον ψαλιδάκι για μανικιούρ είναι.

2 σχόλια:

  1. Υπερβολές... Αν τον δεις απλά να κάθεται, στο ημίφως και να μην μιλάει (και κινείται) καθόλου, μπορεί και να πεις ότι είναι μια χαρά παιδί. Από εκεί και πέρα αρχίζουν τα προβλήματα.
    Άσχετο, την κοτόσουπα την δοκίμασες; νόστιμη;
    (έφαγες ένα "μην" στο κείμενο. ψάξε βρες το)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. και ασφαλώς ισχύει αυτό που είπα: εξαιρετική γραφή. κυλάει αβίαστα και εντυπωσιάζει.

    ΑπάντησηΔιαγραφή