Κυριακή 19 Ιουλίου 2009

Izmir'i dinliyorum


Αεράκι. Ευλογημένο, Αιγαιοπελαγίτικο αεράκι. Δροσερές ανάσες τρυπώνουν μέσα από τα καλντερίμια που βγάζουν στην προκυμαία και σου χαϊδεύουν το μέτωπο. Στέκομαι ακίνητος με το κεφάλι στραμμένο στον ουρανό, τα μάτια κλειστά κι αφήνω την αύρα να μου στεγνώσει τον ιδρώτα. önce hafif bir rüsğar esiyor, yavaş yavaş sallanıyor yapraklar ağaçlarda. «Ένα ανεπαίσθητο αεράκι φυσάει κι αργοσαλεύει τα φύλλα στα δέντρα».

Ένα από τα ωραιότερα ποιήματα που έχω διαβάσει στα τουρκικά. Ένα από τα ωραιότερα, σε οποιαδήποτε γλώσσα. Γεμάτο εικόνες, ήχους, χρώματα κι αρώματα μιας Πόλης που κάπου υπάρχει ακόμα, κρυμμένη πίσω από τα τουριστομάγαζα της Ιστικλάλ και τα εμπορικά κέντρα του Λεβέντ. Δέκα μέρες κι όμως μου λείπει κιόλας. Η Σμύρνη μοιάζει επαρχιώτισσα σε σύγκριση. Επαρχιώτισσα στολισμένη για το νυφοπάζαρο του Κορντόν.

Σαββατόβραδο στο Αλσαντζάκ. Ψημένα όλη μέρα απ’ τον ήλιο τα πλακόστρωτα, τώρα μοιάζουν ν’ αχνίζουν στη βραδινή υγρασία. Όλα μοιάζουν θαμπά, μαραμένα από μια ζέστη που σε παραλύει, σε εξαντλεί, σε στεγνώνει… Ο ουρανός θολός, τ’ αστέρια αχνά, οι φοίνικες που θυμίζουν μάλλον Φάληρο, παρά Φλόριντα παραιτημένοι, με γερμένα κλαδιά και ξεραμένα φύλλα.

Βρίσκω καταφύγιο σ’ ένα μπαράκι με τεράστιους ανεμιστήρες στην οροφή. Παραγγέλνω ένα κρασί «σογούκ ολούρ» τονίζω, «κρύο», και μου φέρνουν ένα παγωμένο ποτήρι με ζεστό κρασί. Πίνω δυο γουλιές, για να μην κακοκαρδίσω τον σερβιτόρο που έχει διάθεση για κουβέντα και στέκεται πάνω από το κεφάλι μου. Ξαφνικά θέλω να φύγω. Να πάρω τους δρόμους, να περπατήσω, να χαθώ στα στενά, ο,τιδήποτε -αρκεί να μην είμαι εδώ.

Δεν με χωράει ο τόπος απόψε. Δεν ξέρω τι θέλω, δεν ξέρω πού να το βρω, δεν ξέρω από ποιον να το ζητήσω. Βγαίνω στο Κορντόν. Εδώ που μαζεύεται όλη η πιτσιρικαρία της Σμύρνης και κάνει κατάληψη στις αλέες με το γκαζόν. Οι μεγαλύτεροι τη βγάζουν στα παγκάκια, με τον καύσωνα. Και κάποιοι –πάντα- ψαρεύουν. Σ' όλες τις μεγαλουπόλεις της Τουρκίας που είναι κοντά σε νερό, κάποιοι πάντα ψαρεύουν. (Τι; Μπουκάλια; Γαλότσες;).

Μπαίνω μες το πλήθος κι εγώ. Χαμένος στην ανωνυμία του Σαββατόβραδου. Ντόπιοι, ξένοι, τουρίστες, νοικοκυραίοι και πραματευτάδες βολτάρουμε στην πρασιά, δίπλα στην προκυμαία. Για πρώτη φορά από τότε που ήρθα στη Σμύρνη, νιώθω ήρεμος. Μέσα στην πολυκοσμία και το καλαμπαλίκι. Νιώθω ότι ανήκω. Κι αυτό το αεράκι. Το ευλογημένο, Αιγαιοπελαγίτικο αεράκι. Που σβήνει τις σκέψεις μου, όπως σβήνει τα ίχνη του ιδρώτα στο πουκάμισό μου. Κι ανακουφίζει τη μοναξιά μου, όπως ανακουφίζει τη ράθυμη πόλη από τη λαύρα της Ιουλιάτικης μέρας.
önce, hafif bir rüsğar esiyor...

3 σχόλια:

  1. μ' αρέσει το νέο look. Καλοκαιρινό, φωτεινό, ελαφρύ...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. περιγράφεις τις εικόνες με έναν μοναδικό, ζωντανό τρόπο. Υπήρξαν στιγμές που ένιωσα ότι ζω και εγώ εκεί, νιώθω το ζεστό πλακόστρωτο κάτω από τα πόδια μου, önce hafif bir rüsğar esiyor και να με δροσίζει...
    Δεν έχω λόγια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Θα την αγαπήσεις την Σμύρνη. Σιγά σιγά αλλά θα την αγαπήσεις. Αυτή η πόλη έχει ένα μυστήριο. Σε κάνει να τη σκέφτεσαι. Να τη συνδέεις με μυρωδιές και χρώματα. Για μενα είναι η Ρώμη της ανατολής. Πάντα θέλεις να γυρίζεις.

    Και πάντα κρύβει μια έκπληξη που σε κάνει να την κουβαλάς μια ζωή μέσα σου. Ακόμη κι αν στη φαναιρώσει λίγο πριν την εγκαταλήψεις....

    (Δε θέλω να σου πω πόσο σε ζηλεύω που αυτή την ώρα είσαι εκεί...κι ας είμαι ακριβώς απέναντι, 40 λεπτά με το καραβάκι του Izetin!)

    ΑπάντησηΔιαγραφή