Μικρό, παραδοσιακό μπαρμπέρικο, χωμένο κάπου στα στενά του Αλσαντζάκ. Της παλιάς ελληνικής συνοικίας. Μιας από τις πολλές. Ογδόντα τόσα χρόνια μετά και δεν κατάφερε ακόμα να γίνει αμιγώς τούρκικη. Θες οι μνήμες, θες τα διώροφα με τα ξύλινα καφασωτά, που αποδείχτηκαν πολυέξοδα για τους εποίκους, θες οι εκκλησιές που φυλάνε τις εισόδους των στενών, έρημες πια, αλλά βλοσυρές με τα ανήλιαγα παράθυρα και τα επιβλητικά καμπαναριά…
Ή τα φαντάσματα. Οι εφιάλτες. Οι σκουριές στις σιδεριές, που το σούρουπο θυμίζουν ξεραμένο αίμα. Ο αέρας που σφυρίζει μέσα απ’ τα σπασμένα τζάμια και θροΐζει τα πεσμένα φύλλα στις αμπαρωμένες αυλές. Κι ώρες-ώρες μοιάζει σαν θρήνος. Θρήνος γι’ αυτά που ήταν. Γι’ αυτά που έγιναν. Γι’ αυτά που δεν είναι πια. Οι μαχαλάδες θυμούνται ακόμα. Κάποια μέρη έχουν τη δική τους μνήμη.
Ο μουστερής, Έλληνας. Ο μπαρμπέρης, Τούρκος. Σμυρνιός μάλλον, αν κρίνεις από τα μάτια του. Ανάμεσά τους αιώνες έχθρας, πολέμων, σφαγών. Κι ένα ξυράφι. Γυαλιστερό, ακονισμένο, γυμνό. Σαν τον λαιμό του Έλληνα. Ιστορική ειρωνεία. Πριν έναν αιώνα περίπου, αυτή η σκηνή θα κατέληγε αλλιώς. Μέσα στα αίματα. Τώρα, το μοναδικό αίμα είναι η μια σταγόνα που έτρεξε από το σαγόνι μου στο ξύρισμα κι ο μπαρμπέρης βιάστηκε να τη σταματήσει με στύψη.
Έρχονται στιγμές που γελάω με τα παιχνίδια της φαντασίας μου. Κι άλλες πάλι, που τρομάζω. Σαν παιδί που τρέμει το σκοτάδι. Κι εδώ, το σκοτάδι με φοβίζει. Με κάνει να κοιτάω πίσω από τον ώμο μου, σαν να ακούω πατημασιές.
Ξέρω κάποιο στενό που δεν βλέπει ουρανό… Είναι ένα συγκεκριμένο στενό, εδώ στη Σμύρνη. Δεν διαφέρει πολύ απ’ τα άλλα. Το καλντερίμι του έχει δει καλύτερες μέρες και τα σπίτια του καλύτερες εποχές. Στη μια πλευρά, η μάντρα της εκκλησίας και στην άλλη μια σειρά αρχοντικά, ξασπρισμένα από τον ήλιο τόσων χρόνων, ρημαγμένα κι έρημα. Εικόνα παγωμένη στον χρόνο. Για κάποιο λόγο, τα βήματά μου με φέρνουν συνέχεια εδώ.
Όπου κι αν στρίψω, όπου κι αν θέλω να βγω, θα βρεθώ σ’ αυτό το μοναχικό δρομάκι. Η φασαρία της μεγαλούπολης λες και δεν φτάνει ως εδώ. Ο κόσμος λες και το αποφεύγει επίτηδες. Είναι πάντα ερημικό. Και ήσυχο. Αναπάντεχα, ανεξήγητα, ανατριχιαστικά ήσυχο. Οι ασπριδεροί τοίχοι, τα άδεια παράθυρα, οι ξεκούφωτες πόρτες κάνουν τα σπίτια να μοιάζουν με κρανία, στο φεγγαρόφωτο. Περπατάω στην άκρη, σύριζα με τη μάντρα. Ποτέ στη μέση. Λέω ότι το κάνω γιατί είναι επικίνδυνο να πλησιάζεις τα ετοιμόρροπα κτήρια, να, δεν βλέπεις που πέφτουν τα κεραμίδια; (Και γι’ αυτό κοιτάς αλαφιασμένος πίσω σου; Γι’ αυτό η καρδιά σου σταματάει με κάθε κρότο;).
Τι είναι αυτό; Ρίγη; Μες τον καύσωνα; Γιατί ανατρίχιασες, μου λες; Βιάσε το βήμα σου να φύγεις από δω. Κάτι κακό συνέβη εδώ πέρα. Πολύ κακό. Βουρκώνουν τα μάτια μου. Γιατί; Είναι τυπική αντίδραση φόβου αυτή; Κοντεύω να βάλω τα κλάματα –και δεν ξέρω καν γιατί. Κοιτάζω τα μαρμάρινα σκαλοπάτια κι ολόκληρα αποσπάσματα από τα Ματωμένα Χώματα έρχονται στο μυαλό μου. Ποιον να έσυραν άραγε εδώ; Ποιον βασάνισαν, ποιον έσφαξαν, ποια κοπέλα να βίασαν σ’ αυτές τις σκάλες; Το λούκι θα γέμισε αίματα. Το μάρμαρο ποτίζει απ’ το αίμα. (Το ξέρεις γιατί θυμάσαι τη σκάλα του σπιτιού σου, παιδί, τότε που έπεσες κι έσπασες τη μύτη σου. Το αίμα δεν ξέβαψε ποτέ. Έμεινε πάντα ένας λεκές, σαν σκουριά).
Ή τα φαντάσματα. Οι εφιάλτες. Οι σκουριές στις σιδεριές, που το σούρουπο θυμίζουν ξεραμένο αίμα. Ο αέρας που σφυρίζει μέσα απ’ τα σπασμένα τζάμια και θροΐζει τα πεσμένα φύλλα στις αμπαρωμένες αυλές. Κι ώρες-ώρες μοιάζει σαν θρήνος. Θρήνος γι’ αυτά που ήταν. Γι’ αυτά που έγιναν. Γι’ αυτά που δεν είναι πια. Οι μαχαλάδες θυμούνται ακόμα. Κάποια μέρη έχουν τη δική τους μνήμη.
Ο μουστερής, Έλληνας. Ο μπαρμπέρης, Τούρκος. Σμυρνιός μάλλον, αν κρίνεις από τα μάτια του. Ανάμεσά τους αιώνες έχθρας, πολέμων, σφαγών. Κι ένα ξυράφι. Γυαλιστερό, ακονισμένο, γυμνό. Σαν τον λαιμό του Έλληνα. Ιστορική ειρωνεία. Πριν έναν αιώνα περίπου, αυτή η σκηνή θα κατέληγε αλλιώς. Μέσα στα αίματα. Τώρα, το μοναδικό αίμα είναι η μια σταγόνα που έτρεξε από το σαγόνι μου στο ξύρισμα κι ο μπαρμπέρης βιάστηκε να τη σταματήσει με στύψη.
Έρχονται στιγμές που γελάω με τα παιχνίδια της φαντασίας μου. Κι άλλες πάλι, που τρομάζω. Σαν παιδί που τρέμει το σκοτάδι. Κι εδώ, το σκοτάδι με φοβίζει. Με κάνει να κοιτάω πίσω από τον ώμο μου, σαν να ακούω πατημασιές.
Ξέρω κάποιο στενό που δεν βλέπει ουρανό… Είναι ένα συγκεκριμένο στενό, εδώ στη Σμύρνη. Δεν διαφέρει πολύ απ’ τα άλλα. Το καλντερίμι του έχει δει καλύτερες μέρες και τα σπίτια του καλύτερες εποχές. Στη μια πλευρά, η μάντρα της εκκλησίας και στην άλλη μια σειρά αρχοντικά, ξασπρισμένα από τον ήλιο τόσων χρόνων, ρημαγμένα κι έρημα. Εικόνα παγωμένη στον χρόνο. Για κάποιο λόγο, τα βήματά μου με φέρνουν συνέχεια εδώ.
Όπου κι αν στρίψω, όπου κι αν θέλω να βγω, θα βρεθώ σ’ αυτό το μοναχικό δρομάκι. Η φασαρία της μεγαλούπολης λες και δεν φτάνει ως εδώ. Ο κόσμος λες και το αποφεύγει επίτηδες. Είναι πάντα ερημικό. Και ήσυχο. Αναπάντεχα, ανεξήγητα, ανατριχιαστικά ήσυχο. Οι ασπριδεροί τοίχοι, τα άδεια παράθυρα, οι ξεκούφωτες πόρτες κάνουν τα σπίτια να μοιάζουν με κρανία, στο φεγγαρόφωτο. Περπατάω στην άκρη, σύριζα με τη μάντρα. Ποτέ στη μέση. Λέω ότι το κάνω γιατί είναι επικίνδυνο να πλησιάζεις τα ετοιμόρροπα κτήρια, να, δεν βλέπεις που πέφτουν τα κεραμίδια; (Και γι’ αυτό κοιτάς αλαφιασμένος πίσω σου; Γι’ αυτό η καρδιά σου σταματάει με κάθε κρότο;).
Τι είναι αυτό; Ρίγη; Μες τον καύσωνα; Γιατί ανατρίχιασες, μου λες; Βιάσε το βήμα σου να φύγεις από δω. Κάτι κακό συνέβη εδώ πέρα. Πολύ κακό. Βουρκώνουν τα μάτια μου. Γιατί; Είναι τυπική αντίδραση φόβου αυτή; Κοντεύω να βάλω τα κλάματα –και δεν ξέρω καν γιατί. Κοιτάζω τα μαρμάρινα σκαλοπάτια κι ολόκληρα αποσπάσματα από τα Ματωμένα Χώματα έρχονται στο μυαλό μου. Ποιον να έσυραν άραγε εδώ; Ποιον βασάνισαν, ποιον έσφαξαν, ποια κοπέλα να βίασαν σ’ αυτές τις σκάλες; Το λούκι θα γέμισε αίματα. Το μάρμαρο ποτίζει απ’ το αίμα. (Το ξέρεις γιατί θυμάσαι τη σκάλα του σπιτιού σου, παιδί, τότε που έπεσες κι έσπασες τη μύτη σου. Το αίμα δεν ξέβαψε ποτέ. Έμεινε πάντα ένας λεκές, σαν σκουριά).
Τι ν’ απέγιναν άραγε οι νοικοκυραίοι; Να σώθηκαν κάποιοι; Να γλίτωσαν; Κι οι Τσέτες που τους σκότωσαν, τιμωρήθηκαν ποτέ; Μπα. Δεν θα στοίχειωνε το δρομάκι τότε. Θα είχαν βρει ανάπαυση οι ψυχές. Και τα σπίτια δεν θα ‘μοιαζαν με γυμνά κρανία στο φεγγαρόφωτο. Το καλντερίμι δεν θα αντηχούσε από αόρατα βήματα. Κι ο αέρας δεν θα σφύριζε στις ρημαγμένες στέγες…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου